Οικονομία

Θα σκάσει «βόμβα»; - Οίκος αξιολόγησης DBRS: «Η Ελλάδα διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο να αποχωρήσει από το ευρώ»!

Αν υπάρχει χώρα που ενδέχεται να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, αυτή θα είναι η Ελλάδα, προειδοποιεί η DBRS.

Οι αγορές, εν μέσω και της ιταλικής κρίσης, έχουν αρχίσει να φοβούνται έξοδο της Ελλάδας... αλλά όχι στις αγορές, όπως προσδοκούμε, αλλά από τη ζώνη του ευρώ. Κι αυτό διότι η χώρα μας δεν είναι απλώς η πιο πιθανή υποψήφια προς αποχώρηση, αλλά η μοναδική!

Η Ελλάδα φιγουράρει μονάχη στην κατηγορία «MEDIUM RISK», δηλαδή μέτριου κινδύνου, για αποχώρηση από την ευρωζώνη, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες είναι ασφαλείς στο low risk (χαμηλός κίνδυνος). Στο high risk (υψηλός κίνδυνος) δε βρίσκεται καμία χώρα.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο καναδικός οίκος αξιολόγησης, νωρίτερα φέτος, οι φόβοι στις αγορές σχετικά με την έξοδο μίας από τη ζώνη του ευρώ, επανεμφανίστηκαν εκ νέου.
Αυτή η ανανεωμένη ανησυχία ακολούθησε τη δημιουργία ευρωσκεπτικής κυβέρνησης στην Ιταλία.

Ωστόσο, οι μεταγενέστερες εξελίξεις, οι οποίες υποχρέωσαν την κυβέρνηση να παράσχει διαβεβαιώσεις σχετικά με την παραμονή της Ιταλίας στη ζώνη του ευρώ, απεκάλυψαν τους ισχυρούς θεσμικούς περιορισμούς και τα πολιτικά κίνητρα που βοηθούν τις χώρες να αγκυροβολήσουν εντός της ΕΕ, επισημαίνει ο οίκος.

Υπό το πρίσμα της εμμονής του ευρωσκεπτικισμού, ακόμη και αν οι μακροοικονομικές συνθήκες βελτιωθούν σταδιακά, η DBRS εξακολουθεί να αποτιμά τον κίνδυνο μίας εξόδου από το ευρώ ως «περιορισμένο».

«Δεν υπάρχει έξοδος από το ευρώ χωρίς έξοδο από την ΕΕ, και αυτό φαίνεται απίθανο να αλλάξει».
Επιπλέον, σε εθνικό επίπεδο, δεν διαπιστώνεται ομοφωνία ως προς την αποχώρηση από την Ευρωζώνη.

«Η DBRS θεωρεί ότι η μεταρρυθμιστική ατζέντα της ΕΕ είναι ελλιπής, αλλά καταλήγει, επίσης, στο συμπέρασμα ότι οι μεταρρυθμίσεις της περασμένης δεκαετίας ήταν αρκετές για να ενισχύσουν το μπλοκ του νομίσματος και να το ενισχύσουν για να αντιμετωπίσει μελλοντικές κρίσεις.

Παρόλα αυτά, ενδέχεται να απαιτηθούν συνεχείς προσπάθειες για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ακεραιότητας της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα οποιασδήποτε εξόδου μακροπρόθεσμα».

Η DBRS θεωρεί τρεις κύριους παράγοντες για τον προσδιορισμό του κινδύνου μιας εξόδου: (1) πολιτικές ικανότητες (2) μακροοικονομικές ανισορροπίες και τρωτά σημεία (3) πολιτική προθυμία.

Οι χώρες τοποθετούνται σε μία από τις τρεις κατηγορίες κινδύνου χώρας: χαμηλό, μέτριο ή υψηλό κίνδυνο εξόδου.
Μόνο η Ελλάδα βρίσκεται στο «υψηλό» ρίσκο, όταν όλες οι υπόλοιπες χώρες περιορίζονται στον «χαμηλό».

«Ο κύριος παράγοντας είναι το υψηλό απόθεμα του επίσημου εξωτερικού χρέους, το οποίο η Ελλάδα θα χρειαστεί να αποπληρώσει σταδιακά μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων.
Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες για το επίσημο χρέος της Ελλάδας, η DBRS θεωρεί ότι το χρέος αυτό θα μπορούσε πάλι να αποτελέσει πηγή έντασης μεταξύ της Ελλάδας και των κυριότερων πιστωτών της.

Εάν η Ελλάδα αδυνατεί να διατηρήσει τις πρωτογενείς πλεονασματικές της δεσμεύσεις, οι πιστωτές της ενδέχεται να είναι λιγότερο πρόθυμοι να προβλέψουν πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους.

Εάν αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα μια σταθερά ασθενική ανάπτυξη, μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει εξαντλήσει άλλες επιλογές και το κόστος παραμονής εντός της ζώνης του νομίσματος, είναι υπερβολικά υψηλό».

dbrbhexcvit222

«Κάθε κυβέρνηση που σχεδιάζει να εγκαταλείψει το ευρώ κινδυνεύει από μια τραπεζική κρίση, με αποτέλεσμα οικονομικές και οικονομικές αναταράξεις που προκαλούν το αίτημα για ένα πρόγραμμα αντιστροφής και σταθεροποίησης στην Ευρώπη.
Ομοίως, η εισαγωγή ενός παράλληλου νομίσματος, ακόμη και σε σχετικά μικρή κλίμακα, πιθανώς θα υποχρέωνε την κυβέρνηση είτε να επιβάλει ελέγχους καταθέσεων και κεφαλαίου είτε αντίστροφη πορεία.

Ακόμα κι αν μια κυβέρνηση διατυπώσει ένα σχέδιο με αυστηρή μυστικότητα, αυτό θα μπορούσε να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα των πράξεων της κυβέρνησης και δεν θα μείωνε αναγκαστικά τη σχετική οικονομική και χρηματοπιστωτική αναταραχή», συμπληρώνει ο οίκος.

Όπως συνεχίζει, τουλάχιστον δύο εθνικές εκλογές -Ελλάδα το 2015 και Ιταλία το 201 - δημιούργησαν κυβερνήσεις με κάποιο εμφανές ενδιαφέρον για ελάφρυνση των περιορισμών που επιβάλλονται από το κοινό νόμισμα και τους συναφείς δημοσιονομικούς κανόνες.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν αναγνωρίσει ότι οποιαδήποτε απόπειρα λήψης μέτρων για την έξοδο (1) δεν επιλύει τις δημοσιονομικές ή οικονομικές προκλήσεις της χώρας (2) πιθανόν να συνεπάγεται άμεση και σημαντική απώλεια εθνικού πλούτου και απώλεια πρόσβασης στους μηχανισμούς στήριξης της ΕΕ (3) δυνητικά να ζημιώσει την ίδια την κυβέρνηση, καθώς αυτές οι δυσμενείς συνέπειες εξαντλούνται.

«Είναι απίθανο ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θα αποδεχθεί όλες αυτές τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες σε αντάλλαγμα για τα αβέβαια μελλοντικά κέρδη που συνδέονται με οποιαδήποτε αυξημένη εξωτερική ανταγωνιστικότητα, η οποία ενδεχομένως δεν θα διατηρηθεί».

Αν και η πορεία για έξοδο από το ευρώ είναι πιθανόν να είναι εξαιρετικά δύσκολη για οποιαδήποτε χώρα, η ύπαρξη μακροοικονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών εντός της ένωσης συνεπάγεται ότι ο κίνδυνος δεν μπορεί να αγνοηθεί εντελώς.

Ένα υπανάπτυκτο σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, ο κατακερματισμός της χρηματοπιστωτικής αγοράς και πραγματικές διαφορές επιτοκίων ενδέχεται να εξακολουθήσουν να παρεμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης σε ορισμένες χώρες και περιφέρειες. Ενώ η έξοδος από το ευρώ πιθανότατα θα θεωρηθεί μόνο έσχατη λύση, η αποτυχία να βρεθούν άλλες λύσεις στις οικονομικές προκλήσεις θα μπορούσε να συνεχίσει να ωθεί τις χώρες να διερευνήσουν πιο ριζοσπαστικές επιλογές.

Το σύστημα του ευρώ έχει ήδη υποστεί σημαντική αναπροσαρμογή λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ μετατοπίστηκε προς ένα σημαντικό εξωτερικό πλεόνασμα. Ωστόσο, ορισμένες χώρες και περιφέρειες εξακολουθούν να υποφέρουν από μια σχετικά αδύναμη εξωτερική θέση, σχολιάζεται.

«Η ανταγωνιστικότητα και η σχετική πρόοδος όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να επηρεάζουν τις σχετικές μακροοικονομικές επιδόσεις στην Ευρώπη, ιδίως καθώς η ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ αποσύρεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια.

Οι χώρες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλά βάρη εξωτερικού χρέους, δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία ή αλλιώς δεν εφαρμόσουν επαρκώς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενδέχεται να παραμείνουν ευάλωτες τόσο στις κρίσεις κρατικού χρέους όσο και στην πολιτική δυσαρέσκεια που δημιουργούν αυτές οι κρίσεις».

Καμπανάκι του ΔΝΤ

Το θλιβερό προνόμιο να περιλαμβάνεται σε λίστα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) με 92 κράτη που δοκιμάστηκαν από βαθιά και απότομη ύφεση την περίοδο 1960-2017 έχει η Ελλάδα, η οποία φιγουράρει πλάι σε χώρες ισοπεδωμένες από πολεμικές συγκρούσεις και εμφύλιες συρράξεις (π.χ. Ιράκ, Ουγκάντα, Ρουάντα, Σιέρα Λεόνε, Ερυθραία κ.ά.).

Ο κατάλογος δημοσιεύεται στη φθινοπωρινή έκθεση του ΔΝΤ για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές (World Economic Outlook), η οποία παρουσιάστηκε πριν από λίγη ώρα στο μακρινό Μπαλί της Ινδονησίας, στο πλαίσιο της Φθινοπωρινής Συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σύμφωνα με αυτόν, το 2013 το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ελλάδα κατακρημνίστηκε 26% χαμηλότερααπό το υψηλότερο προ κρίσης επίπεδο, που είχε καταγραφεί το 2007 και έφθανε τα 30.055 δολάρια (26.165 ευρώ περίπου).

Η έκθεση διατηρεί αμετάβλητες τις προβλέψεις που είχε ανακοινώσει το ΔΝΤ για την Ελλάδα τον περασμένο Αύγουστο (στην έκθεση με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του Ταμείου). Ειδικότερα, προβλέπει:

- Ανάπτυξη 2% φέτος (1,9% είναι η τελευταία εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), 2,4% το 2019 (έναντι πρόβλεψης 2,3% από την Κομισιόν) και 1,2% το 2023.

- Πληθωρισμό 0,7% φέτος, 1,2% το 2019 και 1,8% το 2023.
- Ανεργία 19,9% φέτος και 18,1% το 2019.

Οι αναλυτές του ΔΝΤ εξέτασαν συνολικά 133 κρίσεις σε 92 κράτη (σε πολλά από αυτά έχουν σημειωθεί περισσότερες από μία κρίσεις) τα τελευταία 57 χρόνια. Πρόκειται για κρίσεις που είχαν ως αποτέλεσμα να χαθεί πάνω από 20% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ξεχώρισαν την περίπτωση της χώρας μας, όπως φαίνεται από την ειδική αναφορά της έκθεσης: «Μια σειρά χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν υποστεί πολύ μεγάλες μειώσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης». Η Ελλάδα είναι, άλλωστε, μαζί με την Κύπρο τα μοναδικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνονται στη λίστα. Ωστόσο, η κυπριακή περίοδος κρίσης δεν αφορά τη μνημονιακή περιπέτεια, αλλά την περίοδο της τουρκικής εισβολής. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μεγαλονήσου μειώθηκε κατά 33% το 1975, σε σύγκριση με την κορύφωσή του το 1973.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που βυθίστηκε σε ύφεση εν καιρώ ειρήνης, τα περισσότερα κράτη της λίστας υπέστησαν συντριπτικά πλήγματα στην οικονομία τους ύστερα από πολέμους και εμφύλιες διαμάχες ή μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (π.χ. Ρωσία, Ουκρανία κ.ά.).

Η αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική οικονομία, με τα πρώτα σημάδια ύφεσης, ξεκίνησε το 2008, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξέσπασε όταν έσκασε η «φούσκα» των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και κατέρρευσε η Lehman Brothers. Πριν από όλα αυτά, η Ελλάδα είχε καταφέρει να διαθέτει το 26ο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ σήμερα έχει υποχωρήσει στην 40ή θέση, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να ανέρχεται μόλις στα 18.637 δολάρια (16.220 ευρώ περίπου).

Το ανησυχητικό είναι ότι, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΔΝΤ, η μελέτη των 133 κρίσεων δείχνει πως «μεγαλύτερες καθοδικές περίοδοι στην οικονομία δεν ακολουθούνται από περιόδους ισχυρότερης ανάκαμψης». Δηλαδή, η άποψη ότι η οικονομία λειτουργεί σαν ελατήριο που, όσο βαθύτερη είναι η ύφεση που προηγήθηκε, τόσο περισσότερο εκτινάσσεται όταν βγει από το τούνελ της κρίσης, δεν ισχύει.

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ