Η Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας ήταν μία από τις πολλές συναντήσεις των Συμμάχων σε υψηλό επίπεδο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να χαράξουν την μετέπειτα στρατηγική τους, σε μια περίοδο που η πλάστιγγα των στρατιωτικών επιχειρήσεων είχε αρχίσει να γέρνει προς το μέρος τους.
Έλαβε χώρα από τις 14 έως τις 24 Ιανουαρίου 1943 στην Καζαμπλάνκα του Γαλλικού Μαρόκου και πήραν μέρος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουΐνστον Τσόρτσιλ, πλαισιούμενοι από τη στρατιωτική ηγεσία των χωρών τους και τους στρατιωτικούς συμβούλους τους. Στην συνάντηση παραβρέθηκαν και οι στρατηγοί Σαρλ Ντε Γκολ και Ανρί Ζιρό, ως εκπρόσωποι της «Ελεύθερης Γαλλίας», χωρίς όμως να έχουν λόγο στον σχεδιασμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Μεγάλος απών ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, αν και προσκλήθηκε, αρνήθηκε να παραστεί, με την δικαιολογία ότι η κομβικής σημασίας Μάχη του Στάλινγκραντ, βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο και δεν ήθελε να απουσιάζει από την χώρα του.
Το έργο της διάσκεψης ήταν, πριν από όλα, στρατιωτικό. Αποφασίστηκε η εισβολή στη Σικελία (μετά την περάτωση της εκστρατείας στη Βόρεια Αφρική), η διενέργεια συντονισμένου βομβαρδισμού της Γερμανίας, η διάθεση περισσοτέρων δυνάμεων στο πολεμικό θέατρο τού Ειρηνικού και η χάραξη των γενικών γραμμών επίθεσης στην Άπω Ανατολή.
Βρήκαν όμως καιρό ο Ρούζβελτ με τον Τσόρτσιλ να συζητήσουν και το θέμα τής έρευνας για την κατασκευή ατομικής βόμβας, να μελετήσουν το ζήτημα του ανταγωνισμού στη διεκδίκηση της ηγεσίας της γαλλικής πολεμικής προσπάθειας εναντίον του Άξονα και, το σπουδαιότερο, να διακηρύξουν την αξίωσή τους για «άνευ όρων παράδοση» της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας («Διακήρυξη της Καζαμπλάνκας»).