Ιστορία

Σπύρος Βελέντζας: Ο Έλληνας μαφιόζος της Νέας Υόρκης

Σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας «Gotti» που σκιαγραφεί την ζωή του τελευταίου μεγάλου Νονού της Μαφίας, ο Τζον Γκότι-τον οποίο ερμηνεύει ο Τζον Τραβόλτα-σε νεαρή ηλικία περπατάει στο Κουίνς μαζί με δύο «συνεργάτες» του. Ο ένας από αυτούς τον ρωτάει ξαφνικά τι θα κάνουν με κάποιους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που κυκλοφορούν στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά για προστασία από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις. «Να μην κάνετε τίποτε» απάντησε ο Γκότι. «Θα ασχοληθούν οι Έλληνες μαζί τους» συμπλήρωσε χαμογελαστός, προφανώς επειδή ήξερε ότι οι «Έλληνες», ειδικά ένας που γνώριζε πολύ καλά, δεν αστειεύονται.

Αυτός ο ένας ήταν ο Σπύρος Βελέντζας, κολλητός του φίλος από τότε που ήταν έφηβοι και μεγάλωναν στο Κουίνς και στην Αστόρια για να γίνουν τελικά μαφιόζοι. Στα 84 του χρόνια σήμερα, ο νονός της Ελληνικής Μαφίας στη Νέα Υόρκη, εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών από το 1992 και μετράει ήδη 27 χρόνια στην φυλακή. Η ζωή του παραπέμπει σε ταινίες του Μάρτιν Σκορτσέζε όπως «Τα καλά παιδιά» με μαφιόζους που μεγαλώνουν μαζί, που στήνουν δουλειές και που τιμούν την φιλία. Πάνω απ’ όλα όμως τιμούν την ομερτά, προτιμώντας όταν τους συλλάβουν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, αρνούμενοι να συνεργαστούν με το FBI και την αστυνομία. Ο «Σακαφλιάς» όπως αποκαλούσαν τον Βελέντζα, επέλεξε να μην μιλήσει και να μην αποκαλύψει τις συναλλαγές του για δεκαετίες με την διαβόητη οικογένεια των Λουκέζε ή να «δώσει» μαφιόζους. Όταν το 1992 δικάστηκε για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς ο εισαγγελέας πρότεινε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να προσθέσει στα οχτώ χρόνια φυλάκισης του Βελέντζα και την ποινή για την δολοφονία του μαφιόζου Σάμι Νάλο. Ο έλληνας νονός αρνήθηκε την τελευταία κατηγορία και ζήτησε να δικαστεί ξεχωριστά για την υπόθεση, σίγουρος ότι θα αθωωθεί στην δίκη, μόνο που αυτή την φορά πόνταρε λάθος και το τίμημα που πληρώνει ακόμη αποδείχθηκε πολύ ακριβό.

Οι κολλητοί γκάνγκστερ

Η φράση «τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη κι όταν έρχονται σε μαύρες σακκούλες» φέρεται να είναι μια από τις αγαπημένες του Βελέντζα, του Έλληνα νονού της Νέας Υόρκης, που μετράει πλέον σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Τις πρώτες από αυτές κρατήθηκε στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Τερ Χάουτ στην Ιντιάνα, ενώ εδώ και κάποια χρόνια μεταφέρθηκε στις φυλακές Άλενγουντ, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι πιο χαλαρές. Ξέρει ότι περίπτωση αποφυλάκισης δεν υφίσταται γι’ αυτόν. Είναι καταχωρημένος ως ο Νονός της Ελληνικής Μαφίας, αυτός που διοικούσε πάνω από σαράντα άτομα την εποχή της παντοδυναμίας του.

Δεν το αρνήθηκε ποτέ ο σκληρός Έλληνας με τα ασημένια μαλλιά, γιος ενός ζευγαριού μεταναστών από την Ελλάδα που στα τέλη της δεκαετίας του ’40, αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στην Αμερική. Ο Βελέντζας ήταν 14 ετών όταν είδε την Βοστώνη για πρώτη φορά και μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη και τις αδερφές του, στους κόλπους μιας οικογένειας που τους παρείχε ότι καλύτερο μπορούσε. Ο πατέρας του είχε ανοίξει ένα εστιατόριο, το οποίο πούλησε λίγα χρόνια αργότερα και το 1950 μετακόμισε μαζί με την φαμίλια του στη Νέα Υόρκη. Εγκαταστάθηκαν στην Αστόρια και ο έφηβος πια Σπύρος που δεν «πέθαινε» για το σχολείο, άνοιξε γρήγορα ένα καφέ με τις πλάτες του Πήτερ Κουράκος, που ήταν ο Δον των Ελλήνων μαφιόζων.

Στο καφέ, τα τυχερά παιχνίδια, όπως το μπαρμπούτι και το πόκερ έδιναν κι έπαιρναν, ενώ όταν ο Βελέντζας εκτελούσε χρέη οδηγού του Κουράκος και τον πήγαινε σε συναντήσεις με νονούς της Μαφίας, ο αδερφός του Τζίμης πρόσεχε το μαγαζί. Σημαντική παράμετρος; Ο έλληνας πλήρωνε 10.000 δολάρια τον μήνα στην οικογένεια Λουκέζε-μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Μαφίας στις ΗΠΑ-για προστασία και φρόντιζε να μην καθυστερεί ποτέ την καταβολή τους. Όταν γνωρίζει τον Τζον Γκότι, νεαρό «στρατιώτη» ακόμη της οικογένειας Γκαμπίνο, ο Σπύρος είναι γύρω στα τριάντα και υπαρχηγός του Κουράκος. Ο μετέπειτα Capo di tutti capi-το αφεντικό των αφεντικών-συμπαθεί από την πρώτη στιγμή τον Έλληνα μετανάστη, παρόλο που ο ίδιος δουλεύει για τους Γκαμπίνο.

Όταν ο Κουράκος πεθαίνει, ο Βελέντζας παίρνει το χρίσμα από τους Λουκέζε να αναλάβει τα ηνία της Ελληνικής Μαφίας και αποδεικνύεται πανέξυπνος. Στο καφέ συχνάζει ο Τζον Γκότι που παίζει χαρτιά με τον κολλητό του πλέον Σπύρο, ο οποίος αρχίζει να επεκτείνει τις δουλειές του στην Αστόρια και στο Κουίνς. Στήνει παράνομες λέσχες, χορηγεί δάνεια με τόκο στους άρρωστους τζογαδόρους, ανοίγει γραφείο ταξιδίων, ιταλικό εστιατόριο και φούρνο που πουλάει μπέϊγκελς, φρέσκο ψωμί και γλυκά. Το χρήμα ρέει άφθονο και ο Έλληνας Νονός έχει πλέον χρόνο για να παίζει στον ιππόδρομο και να πετάγεται για δείπνα στην «Μικρή Ιταλία» στο Μπρονξ ή στο Μπρούκλιν με τον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο και τον Πιτ Τσιόντο. Ο τελευταίος είναι μέλος της οικογένειας Λουκέζε και ο άνθρωπος στον οποίο ο Βελέντζας δίνει λόγο για ότι κάνει, χωρίς να φαντάζεται ότι χρόνια αργότερα θα γίνει η νέμεσις του.

Οι σφαίρες και ο καυγάς με τον Γκότι

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Σπύρος Βελέντζας είναι ο Έλληνας Δον της Αστόρια που αρχίζει να ενοχλεί κάποιους με την άνοδό του. Θα το διαπιστώσει ένα βράδυ που θα δεχθεί επίθεση καθώς γυρίζει σπίτι του, εκεί όπου τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά, αλλά θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο. Η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για την διεκδίκηση μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που δεν μέτρησε σωστά ότι «ενοχλεί» μια πολύ ισχυρή φαμίλια. Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της Μαφίας ήταν ο Έλληνας νονός φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμμι Γκραβάνο που υπέκλεψε το FBI, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

«Τον ξέρω καλά τον Σπύρο» λέει ο Γκότι. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων» συμπληρώνει και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα».

Μόνο που όσο καλά και αν τον ήξερε, όσο φίλοι και αν ήταν, ο Γκότι που είχε πλέον βγάλει από την μέση τον Πολ Καστελλάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του. Με την καθοδήγηση του Τσιόντο, άνοιξε μια λέσχη για μπαρμπούτι και άλλα τυχερά παιχνίδια, λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι για μπακαρά. Ο ίδιος αγνοούσε ότι εκπροσωπώντας κατά κάποιο τρόπο τους Λουκέζε, εισήλθε σε μια περιοχή που ήλεγχε αποκλειστικά η οικογένεια Γκαμπίνο, χωρίς καν να τους ζητήσει την άδεια. Ο Τζον Γκότι έγινε έξαλλος με τον Έλληνα και τότε εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι θα του κόψω το γαμ….ο του κεφάλι!!». Ο Γκραβάνο ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα και τον έβαλε να ζητήσει συγνώμη από τον Γκότι.

Η γιορτή και η δολοφονία

Στην μία και μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ποτέ ο Έλληνας μαφιόζος τον Οκτώβριο του 1994 μέσα από την φυλακή, παραδέχθηκε πολλά για την δράση του. «Ήμουν ο βασιλιάς με τον δικό μου τρόπο ανάμεσα στους Έλληνες» θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη.
«Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Έκανα buisiness στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια αλλά έβγαλα τα πολλά λεφτά από τον τζόγο».
Κατά την διάρκεια της πορείας του στον κόσμο της Μαφίας, ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή.

Δύο τουλάχιστον Έλληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά. Ο ένας ήταν εφοπλιστής που αντιμετώπιζε πρόβλημα με συγκεκριμένη τράπεζα στην οποία είχε δοσοληψίες που αφορούσαν αγορά και πώληση μετοχών στις ΗΠΑ, την οποία κατηγορούσε για διαφυγόντα κέρδη και απώλεια κεφαλαίων. Ο άλλος ήταν φίλος του που απλά του είπαν να δει τον Βελέντζα μαζί με τον εφοπλιστή, μήπως και τους βοηθήσει με τις γνωριμίες του, όπερ και εγένετο. Αμφότεροι έδωσαν το παρόν στην γιορτή του Έλληνα μαφιόζου, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη, που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή ο Σπύρος χορεύει ζεϊμπέκικο και οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι του πετάνε ρολά με εκατοδόλλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο φίλος του εφοπλιστή πατάει και τραβάει προς το μέρος του με τρόπο! Λίγα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα λάβει χώρα η δολοφονία που θα αλλάξει για πάντα την ζωή του.

Ο «Χοντρός» Πιτ και το κάρφωμα

Την ώρα που ο Έλληνας Νονός μιλάει στο τηλέφωνο με τον Σάμι Νάλο ο οποίος ήταν στο γραφείο ταξιδίων που είχε ο Βελέντζας, ακούει να τον πυροβολούν αρκετές φορές.
Ο Νάλο δεν πέθανε αμέσως και σύμφωνα με μαρτυρίες των αστυνομικών που έφθασαν τους είπε «Ο Σπύρος το έκανε», μια μαρτυρία που όμως δεν έγινε δεκτή στην δίκη του.
Αυτός που τον «έκαψε» τέσσερα χρόνια μετά ήταν ο Πιτ Τσιόντο-τον έλεγαν ο «Χοντρός Πιτ» γιατί ζύγιζε από 182 έως 230 κιλά-ο άνθρωπος των Λουκέζε που είχε αναλάβει την «εποπτεία» του Σπύρου. Ο Τσιόντο που ήταν από τους πιο έμπιστους capo της φαμίλιας, και γνώριζε παρά πολλά από τα ένοχα και σκοτεινά μυστικά της συνελήφθη και διαπίστωσε ότι το FBI τον είχε «δέσει» με ακλόνητα στοιχεία για την υπόθεση «Παράθυρα», ένα καρτέλ που είχαν στήσει οι πέντε ισχυρές οικογένειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη.

Αποφάσισε να δηλώσει ένοχος για να πετύχει μικρότερη ποινή, χωρίς όμως να ενημερώσει τους Λουκέζε και να ζητήσει άδεια γι΄αυτή του την απόφαση. Οι τελευταίοι φοβούμενοι ότι θα τους «δώσει» διέταξαν την δολοφονία του και δύο εκτελεστές του έστησαν ενέδρα σε ένα βενζινάδικο του Στέιτεν Άϊλαντ στις 8 Μαϊου του 1991. Τον πυροβόλησαν δώδεκα φορές, αλλά ο «Χοντρός Πιτ» έζησε. Σύμφωνα με τους γιατρούς σώθηκε από το λίπος που δεν επέτρεψε σε καμία από τις σφαίρες να πλήξουν καίρια κανένα όργανο στο σώμα του. Μετά την απόπειρα και τις απειλές των Λουκέζε ότι αν μιλήσει θα σκοτώσουν την γυναίκα του, ο Τσιόντο ζήτησε να μπει στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων με την οικογένειά του.

Ανάμεσα σε αυτούς που έδωσε ήταν και ο Βελέντζας, στον οποίο «φόρτωσε» την δολοφονία του Σάμι Νάλο, επειδή όπως είπε ο τελευταίος ήθελε να μπει στις δουλειές του Σπύρου και να πάρει μερίδιο. Ο νονός της Αστόρια αρνείται μέχρι σήμερα την κατηγορία και υποστηρίζει ότι ο Νάλο σκοτώθηκε με εντολή του Τσιόντο, όταν δεν του επέστρεψε 100.000 δολάρια που του είχε δανείσει για να παίξει. Η έφεση που έκανε δεν άλλαξε τίποτε και σήμερα εξακολουθεί να αντικρίζει τον ουρανό μέσα από την φυλακή του Άλλενγουντ, όπου κρατείται. Η μυθιστορηματική του πορεία και η κατάληξη της επιβεβαιώνει περίτρανα ένα άλλο αγαπημένο ρητό των μαφιόζων, αυτό που λέει ότι «Όλες οι συμφωνίες γίνονται για να σπάνε»…

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ένοπλες Συρράξεις 0

Τρόμος-Έτσι ξαφνικά εμφανίστηκαν χιλιάδες Ρώσοι των δυνάμεων “Βορράς” στο μέτωπο-Ενισχύουν με στρατό την Μολδαβία Ρουμανία και ΗΠΑ

Οι Αμερικανοί τρέχουν στην Μολδαβία για να σώσουν την Οδησσό;-Η Μόσχα είναι έτοιμη για μια μεγάλων διαστάσεων χερσαία...