Κυπριακό

Συγκλονιστική μαρτυρία καταδρομέα: «Όποιον δω και δώσει νερό σ’ αυτά τα καθάρματα θα τον εκτελέσω»

Η μαρτυρία του καταδρομέα, Μάμα Ζένιου, για την εισβολή στην Κύπρο το 1974, συγκλονίζει.

Ίσως το όνομα του να μην φιγουράρει στους καταλόγους των προβεβλημένων πολεμιστών του 1974, όμως η προσφορά του προς την ελευθερία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας παραμένει ανεκτίμητη, όπως και εκατοντάδων άλλων παλικαριών που πρόταξαν τα στήθη στις ορδές του Αττίλα.

Η μαρτυρία του καταδρομέα της 33ης Μοίρας Μάμα Ζένιου, η οποία καταγράφηκε και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του δημοσιογράφου Μάριου Αδάμου "Μνήμες Πολέμου 1974", ρίχνει "φως" σε άγνωστες πτυχές της τουρκικής εισβολής, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων εισβολέων, τον διχασμό και την προδοσία...

 

Ο Μάμας Ζένιου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην κοινότητα Τρούλλων της επαρχίας Λάρνακας. Κατατάγηκε τον Ιανουάριο του 1974 στην Εθνική Φρουρά με την 56Α ΕΣΣΟ και υπηρέτησε τη θητεία του με το βαθμό του λοχία στην 33ΜΚ. Μετά την εισβολή νυμφεύθηκε στη Σωτήρα.

Κατατάγηκα στο στρατό στις 20 του Γενάρη του 1974. Ήθελα να πάω στις Καταδρομές, αφού  ακούγαμε πολλά πριν πάμε «μέσα», για τους Λοκάτζιες και για το πράσινο μπερέ. Κατατάγηκα στο ΚΕΝ Λάρνακας, επειδή ήμουν από τους Τρούλους. Στην αρχή με πήραν πυροβολικό στον Καράολο και ύστερα από λίγες μέρες μας μάζεψα και μας πήραν στα ΛΟΚ . Δεν πήγα στο -Σταυροβούνι, πήγαμε απευθείας στην 33 Μοίρα στο Πέλλα - Πάις. Διοικητής μας ήταν ο ταγματάρχης Κατσάνης Γεώργιος[1]. Μετά επιλέγηκα και πήγα για εκπαίδευση υπαξιωματικός στην Τύμπου. Περίπου μετά από 2 μήνες εκπαίδευση, τελείωσα λοχίας και πήγα πίσω στην Μοίρα.

Εμείς έπρεπε τάχα να έχουμε καλά όπλα. Όμως κρατούσαμε Τόμπσον, Μ1 και Μ3, πολυβόλα Browning των 30 χλστ, ένα ΑΤ κάθε ομάδα και ένα όλμο των 60 χλστ. Η σωματική εκπαίδευση όμως ήταν πολύ καλή. Περνούσαμε τον στίβο μάχης, κάναμε πορείες, τροχάδην, από αντοχή ήμασταν θηρία. Το καψώνι ήταν σε ημερήσια βάση.

Σχεδόν δεν φτάσαμε να πάμε στην Μοίρα και έξι μηνών στρατιώτες, έγινε το πραξικόπημα. Όταν πήγαμε πίσω και τελειώσαμε λοχίες τα πράματα σιγόβραζαν και τσακώνονταν οι λοκάτζιες με το εφεδρικό . Συγκεκριμένα είχε ένα κέντρο «Οι Μύλοι του Καραβά», ήταν το σημείο, που είχαμε πολλούς καυγάδες οι λοκάτζιες με το εφεδρικό. Εμείς επειδή είμαστε νεοσύλλεκτοι δεν πολυβγαίναμε και δεν είχαμε και μεγάλη εμπλοκή σε τούτα τα επεισόδια. Έγιναν πολλοί καυγάδες στην περιοχή και μια βδομάδα πριν το πραξικόπημα ήρθε ο διοικητής των καταδρομών, ο Κομπόκης, και διέταξε το διοικητή μας το μακαρίτη τον Κατσάνη, να στείλει τους ταραξίες μετάθεση στην 31 Μοίρα στην Αθαλάσσα. Μέσα στους ταραξίες έβαλαν και εμένα που ουδέποτε βγήκα έξοδο από το στρατόπεδο και δεν συμμετείχα σε κανένα επεισόδιο με το εφεδρικό. Φαίνεται ήταν η πρόφαση εκείνη, για να πάμε περίπου 40 άτομα να ενισχύσουμε την Μοίρα, εκείνη για να κάνει το πραξικόπημα.

 

ο Σαββατοκύριακο 13 – 14 του Ιούλη, μας έδωσαν άδεια. Βγήκα και πήγα στο χωριό, στους Τρούλλους και θυμούμαι με ρωτούσε ο αδερφός μου τι γίνεται και εγώ του απάντησα ότι κάτι δεν πάει καλά. Την προηγούμενη εβδομάδα μας διέταξαν καθαρίσαμε γεμιστήρες και ετοιμάσαμε πυρομαχικά. Γενικά υπήρχε μια αναταραχή. Τη Δευτέρα 15 του Ιούλη, το πρωί μας σύνταξαν όλους και ήρθε ο διοικητής Καταδρομών και μας είπε χαρακτηριστικά: «Από εδώ και πέρα ούτε Μακάριος θα μείνει, ούτε τίποτε». Παγώσαμε και αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι θα γίνει πραξικόπημα. Τέλειωσε την ομιλία του και διέταξε να επιβιβαστούμε στα αυτοκίνητα.  Μας έδωσαν σφαίρες και χειροβομβίδες. Εγώ συγκεκριμένα πήγα στο ΡΙΚ που ήταν και το Εφεδρικό. Έγινε μάχη εκεί. Εν τω μεταξύ όπως είπαν μετά περίμεναν να γίνει το πραξικόπημα το Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα χαλάρωσαν τα μέτρα επιφυλακής. Αν μας περίμεναν πιστεύω δεν θα έμενε κανένας μας. Πήγαμε σ’ ένα χωράφι καθαρό να κάνουμε επίθεση. Έγιναν μάχες με τους σκοπούς που είχε, όχι με όλο το εφεδρικό, που δεν ήταν μέσα. Σε κάποια στιγμή είχε ένα άρμα που οδηγούσε ο στρατιώτης και δεν δίσταζε να ρίξει την πύλη του ΡΙΚ να μπει μέσα. Τον κατέβασε κάτω ο λοχαγός του και έβαλε του το πιστόλι πάνω στο κεφάλι και του είπε: «Προχωράς ή  σε σκοτώνω». τι να κάνει ο «μιτσής», έδωσε της πόρτας και μπήκε με το άρμα μέσα στην αυλή. Μας διάταξαν να κάνουμε εκκαθαρίσεις μέσα στα κτίρια. Ενώ προχωρούσαμε σε κάποια φάση, φτάσαμε κοντά στο στρατόπεδο του Εφεδρικού με διώροφους θαλάμους. Στεκόμασταν  κοντά σε ένα τοίχο, τρία άτομα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος στην σειρά. Μπούκαραν οι δυο που την πόρτα και ακριβώς απέναντι είχε σκάλα και έστεκε ένας του εφεδρικού. Έριξε τους μια ριπή και σκότωσε τους και τους δυο, μπροστά μου. Εγώ γλύτωσα γιατί δεν πρόλαβα να μπω μέσα. Πάγωσα. Ύστερα από λίγα λεπτά είδα ότι ήταν ο μοναδικός που ήταν μέσα στο κτίριο, έβαλε ένα ρούχο άσπρο πάνω στο όπλο και πετάχτηκε που το παράθυρο κάτω και παραδόθηκε. Λίγο πιο κάτω είχε ένα αξιωματικό τον οποίο δε ήξερα και του είπα ότι ο συγκεκριμένος σκότωσε δυο λοκάτζιες. Έπιασε τον που το γιακά και έφερε τον μπροστά που τους δυο τους νεκρούς και τον ρώτησε αν τους σκότωσε εκείνος. Ο άλλος δεν απάντησε τίποτε. Έπιασε τον μετά και εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω τι απέγινε. Μετά που καταλάβαμε το Εφεδρικό, μας χτύπησαν οι ομάδες του Λυσσαρίδη από την πολυκατοικία του Καλησπέρα. Τους έριξαν με κάτι τετράκανα αντιαεροπορικά και έκαναν τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας σησάμι.

Όταν ησύχασαν τα πράματα, μετά τις 15 του Ιούλη, όσους αιχμαλώτους έπιασαν στο Προεδρικό τους έφεραν στην αυλή του ΡΙΚ. Είχε κάποιο αξιωματικό, από την Ελλάδα, ο οποίος μας είπε χαρακτηριστικά: «Όποιο δω και δώσει νερό σ’ αυτά τα καθάρματα, θα τον εκτελέσω» και κρατούσε στο χέρι το περίστροφο. Σ’ εκείνους που έπιασαν είχε και ένα συγχωριανό μου. Πόση ώρα να τον βλέπω, γυμνό που την μέση και πάνω, πεσμένο μπρούμυτα με στο λιοπύρι. Πήγα και φόρεσα ένα τζάκετ, μπήκα μέσα στην καντίνα, έπιασα δυο μπουκάλες τις γέμισα νερό και τις έβαλα κάτω που τις μασχάλες μου. Βρήκα δυο τρεις στρατιώτες που τους είχα εμπιστοσύνη και τους είπα να σταθούν μπροστά μου, για να μην μας δει ο λοχαγός.  Στάθηκα και τους έριχνα νερό μέσα στη φούχτα του χωριανού μου και του διπλανού και ήπιαν. Μετά τους έβαλαν πάνω στα αυτοκίνητα και τους πήραν στις Φυλακές.

Στο ΡΙΚ μείναμε μέχρι το Σάββατο, 20 του Ιούλη. Την ημέρα της εισβολή, ξημέρωμα έβγαζα σκοπιά στην πύλη του ΡΙΚ και ακούσαμε βουητό αεροπλάνων προς τον Πενταδάχτυλο και όταν έφεξε βλέπαμε τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν.  Έγινε σύνταξη και πήραμε διαταγή να πάμε στις Μοίρες μας. Εμείς της 33ΜΚ μπήκαμε σε τέσσερα Μπέντφορντ, δυο φορτωμένα πυρομαχικά και δυο στρατιώτες. Εν τω μεταξύ πετάξαμε τα μαρτίνια που κρατούσαμε και πιάσαμε τσέχικα που ανακαλύψαμε στο εφεδρικό. Μπήκαμε μέσα στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για το Πέλλα- Πάις. Βγήκαμε που την Μια Μηλιά, περάσαμε που την Κυθρέα και μόλις φτάσαμε κάτω που τον Άγιο Επίκτητο, σ’ ένα δρόμο ίσιο, έκαμαν πάνω μας δυο αεροπλάνα και μας πολυβόλησαν. Τα δυο αυτοκίνητα πήραν φωτιά και πεταχτήκαμε και εμείς μες τις ελιές και τρέξαμε να πάμε προς το χωριό. Μπήκαμε μέσα σ’ ένα σπήλιο, μέτρησα τους στρατιώτες μου και έλειπε ένας. Στραφήκαμε πίσω μ’ ένα Λεμεσιανό εκεί που ήταν τα αυτοκίνητα και ήβραμεν τον μπρούμουτα μέσα σ’ ένα χαντάκι.  Είπα που μέσα μου ότι θα σκοτώθηκε. Πήγαμε κοντά του, τον γυρίσαμε και ήταν ζωντανός. Μπήκε ένα θραύσμα στο μέτωπο και τον ζάλισε, ευτυχώς δεν του έκανε ζημιά. Ήταν ο Κώστας Κατελάρης που τον Καραβά. Τον πιάσαμε, τον πήραμε στο χωριό, βρήκαμε αυτοκίνητο και τον μετέφερε στο Αβαείο που στήθηκε νοσοκομείο. Κατάφερε και έζησε. Το μεσημέρι ξεκινήσαμε περπατητοί να πάμε στην Μοίρα στο Πέλλα – Πάις. Περπατήσαμε κάμποσο και βρήκαμε τον υποδιοικητή μας τον Ευάγγελο Μαντζουράτο και μας είπε να ετοιμαστούμε να πάμε πάνω προς τον Άγιο Ιλαρίωνα. Οι προετοιμασίες μας και τον καιρό της ειρήνης ήταν για την συγκεκριμένη την αποστολή.

Έφεραν κάτι βαν πολιτικά, φόρτωσαν τα πυρομαχικά και το δειλινό τραβήσαμε για τον Άγιο Ιλαρίωνα. Ώσπου να πάμε στους πρόποδες νύχτωσε. Φοβούμασταν το άγνωστο. Όταν φτάσαμε κοντά στους πρόποδες του Αγίου Ιλαρίωνα, είχε πολλή βλάστηση, σπαλαθκιές, πεύκα, καλάμια.

Μπήκαμε φάλαγγα κατ’ άνδρα και ξεκινήσαμε. Ήταν νύχτα και όταν περπατήσαμε κανένα τέταρτο, κάποιοι από τους μπροστινούς μας έκαναν μεταβολή και στράφηκαν πίσω. Γυρίσαμε και εμείς με αποτέλεσμα να αποκοπούμε καμιά εικοσαριά να μείνουμε πίσω και οι άλλοι να προχωρήσουν. Δεν ξέρω γιατί οι μπροστινοί αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω. Κάτσαμε εκεί και περάσαμε τη νύχτα και όταν ξημέρωσε εκείνοι που προχώρησαν, αρχίσαν να οπισθοχωρούν.

Ο Άγιος Ιλαρίωνας ήταν γεμάτος με σειρές πολυβολεία τούρκικα, ξεκινούσαν που χαμηλά και πήγαιναν προς τα πάνω. Οι δικοί μας έφτασαν μέχρι τα πρώτα φυλάκια και όταν καταλήφθηκαν απ’ ότι λέγεται βρήκαν Τουρκοκύπριους δεμένους με αλυσίδες μέσα στα πολυβολεία για να μην φύγουν. Πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα, υπήρχαν Μεχμετζίκ[2] τους οποίους μετέφεραν με ελικόπτερα που την Τουρκία. Μπορούσαμε να πετύχουμε την αποστολή μας, γιατί όπως μας είπε ο υποδιοικητής εμείς θα κάναμε την έφοδο,  θα ερχόταν πυροβολικό να μας καλύπτει, θα ενώνονταν οι Μοίρες για να γίνει η ολοκλήρωση της κατάληψης του φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα. Όμως ούτε πυροβολικό ήρθε, ούτε πεζικό να μας αντικαταστήσει, ούτε τίποτε. Ήμασταν περίπου  70 άτομα, θεωρώ υπερβολικός αριθμός για μια τέτοια επιχείρηση. 10 άτομα καλά εκπαιδευμένοι μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά των 70. Ο Άγιος Ιλαρίωνας δεν ήθελε στρατό πολλή, ήθελε υποστήριξη και διείσδυση. Εγώ τούτη την γνώμη έχω και με την εκπαίδευση που είχαμε πιστεύω θα τα καταφέρναμε. Δεν τα καταφέραμε επειδή έγινε εκείνο το μπέρδεμα, με αποτέλεσμα οι μισοί να στραφούν πίσω και οι άλλοι να πάνε μπροστά.

Εν τω μεταξύ στον Άγιο Ιλαρίωνα, χάθηκε ο Κατσάνης και ανέλαβε τη διοίκηση ο υποδιοικητής Μαντζουράτος. Ο Κατσάνης , από ότι λέχθηκε όταν βγήκαν πάνω προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, ακούστηκε κάποιος Τούρκος να του φωνάζει: «Κύριε Κατσάνη, είμαστε δικοί σας και μην μας πυροβολείται». Σηκώθηκε ο διοικητής και σκότωσαν τον. Εγώ δεν ήμουν εκεί και ούτε άκουσα κανένα που ήταν δίπλα του να το επιβεβαιώσει τούτο το συμβάν.

Ο Κατσάνης ήταν ένας λεβέντης, κάθε πρωί στη σύνταξη μοίρας, το χέρι του έδειχνε τον Άγιο Ιλαρίωνα. Ήταν η «καρκιά» του καμένη να βγει εκεί πάνω. Βγήκε και έμεινε για πάντα. Στόχος του κάθε καταδρομέα ήταν να ανεβεί στον Άγιο Ιλαρίωνα. Κάθε πρωί είχαμε τούτο το μάθημα. Ο Κατσάνης μιλούσε συνέχεια για τον Άγιο Ιλαρίωνα. Σου έδινε ηθικό και δύναμη, ήταν σπουδαίος διοικητής, πράμα που το απόδειξε και στην μάχη. Πέντε μήνες στην Μοίρα, κατάφερε και πέρασε και σ’ εμάς τούτη την επιθυμία.

 

Όταν βγήκε ο ήλιος αρχίσαν και οι Τούρκοι να ρίχνουν με όπλα και όλμους. Θέριζαν και εμείς «βουρούσαμε»  να γλυτώσουμε. Φτάσαμε σε μια φάρμα, διψασμένοι και νηστικοί. Βρήκαμε μια δεξαμένη που έπιναν νερό τα πουλιά και πάνω είχε πέντε πόντους τσίπα. Φύγαμε την τσίπα και ήπιαμε νερό και χορτάσαμε. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στην Μοίρα. Την επόμενη, 22 του Ιούλη μας είπε ο υποδιοικητής μας, ο λοχαγός Ευάγγελος Μαντζουράτος[3], ότι ήρθε διαταγή να πάμε στο σημείο της απόβασης. Του ανέφεραν ότι μόνο δυο άρματα Τούρκικα, έμεινα και έπρεπε να πάμε να τα καταστρέψουμε.

Σύνταξε μια διλοχία ο υποδιοικητής και ξεκινήσαμε περπατητοί να πάμε στον Αϊ Γιώρκη, ήταν κάμποση η απόσταση. Όταν κοντέψαμε της περιοχής, εποφυσήσαν τ’ άρματα που μέσα στα λεμονόδεντρα.  Δεν ήταν δυο όπως μας είπαν αλλά 22. Αρχίσαν να μας χτυπούν με ότι είχαν, όλμους, πυροβόλα, πολυβόλα. Μας διατάσσει ο υποδιοικητής αυτοδιάλυση και τραβήσαμε ο καθένας το δρόμο του. Εγώ έκοψα με τον Ισιδώρου Ισίδωρο που την Ορμήδεια, ο οποίος είχε ένα πρωτοξάδερφο με το ίδιο όνομα, ο οποίος ήταν δεκανέας υπηρετούσε στην 32 ΜΚ και από τότε είναι αγνοούμενος.

Πέντε έξι χιλιόμετρα που το σημείο της απόβασης, ενώ εμείς οπισθοχωρούσαμε, σ’ ένα σπίτι σχήματος Γ, είδα τον διοικητή του 31ου λόχου της Μοίρας μου, υπολοχαγό Νικόλαο Κατούντα[4], να κάθεται στην εξωτερική γωνιά του σπιτιού με κάμποσους στρατιώτες, του πεζικού και των ΛΟΚ δεν ξέρω. Μόνο τον Κατούντα αναγνώρισα. Εμείς προχωρήσαμε γιατί οι Τούρκοι προχωρούσαν. Αν τους έκοψαν εκεί οι Τούρκοι θα τους θέρισαν και δε θα άφησαν ένα.

Όπως περπατούσαμε μέσα στις ελιές βρήκαμε ένα αγροτόσπιτο και επειδή διψούσαμε και πεινούσαμε μπήκαμε μέσα να βρούμε τίποτε. Βρήκαμε λίγα πεπόνια, τα κόψαμε και φάγαμε. Καθώς παρατηρούσαμε που τις γρίλιες των παραθύρων είδαμε Τούρκους να έρχονται εκατοντάδες. Μπαίνοντας του σπιτιού είχε μια μικρή κάμαρη που είχε ντους και ένα παραθυράκι που έβλεπε μέσα στο χωλ. Μπήκαμε μέσα στην καμαρούλα και έκατσε ο Ισίδωρος μέσα στη γωνιά και εγώ στάθηκα πίσω που την πόρτα. Σκέφτηκα αν έρθουν και ανοίξουν θα γίνει μακελειό.  Δεν φτάσαμε να μπούμε μέσα στην κάμαρη και μπήκαν μέσα στο σπίτι τέσσερις Τούρκοι. Εγώ τους έβλεπα που το παράθυρο που μιλούσαν. Εγώ κρατούσα μια εικονίτσα του Αγίου Νεκταρίου μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου και συνέχεια προσευχόμουν στον Άγιο. Οι Τούρκοι ερεύνησαν το σπίτι όλο και εκεί μέσα που ήμασταν δεν άνοιξαν, βγήκαν έξω και έφυγαν. Μείναμε και νύχτωσε και βγήκαμε έξω. Αντί να πάμε προς την κατεύθυνση που πήγαν οι Τούρκοι, στραφήκαμε πίσω στην αντίθετη κατεύθυνση.

Περπατήσαμε κάμποσο και βρήκαμε μια χαράδρα και κάτσαμε στην άκρη της μέχρι να ξημερώσει, να δούμε που ήμασταν. Μάλιστα κάποια στιγμή, θέλαμε να δούμε τι ώρα ήταν και ανάψαμε και σπίρτο. Το ρολόι έδειχνε 11 η ώρα. Είπα του Ισίδωρου : «Ισίδωρε μου θα κάτσουμε δαμαί, ώσπου να φέξει να δούμε κατά που θα τραβήσουμε». Πριν χαράξει το φως σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε όχι παραπάνω που 10 μέτρα προς τα κάτω και είχε ένα Τούρκο και κοιμόταν. Έκανα νόημα του Ισίδωρου να μην μιλήσει. Στρεφόμαστε πίσω πάμε άλλα 10 μέτρα και εκείνοι αντιληφθήκαν μας και αρχίσαν να μας φωνάζουν τούρκικα. Εμείς δώσαμε μέσα στον ποταμό. Αρπάζαμε πάνω στα χόρτα και βγήκαμε πάνω, που την άλλη πλευρά του ποταμού. Οι δυο άκρες είχαν απόσταση η μια με την άλλη. Ακούμε «αλτ τις ει». Σκέφτομαι τώρα τούτοι είναι δικοί μας ή οι Τούρκοι. Αποφασίζω να του απαντήσω: «Ρε εμείς είμαστε», λέει μου «Ελάτε προς τα ποδά». Ήταν ένας λόχος της 31 ΜΚ. Ήταν η γραμμή τους Τούρκους που την μια του ποταμού και η γραμμή η δική μας που την άλλη πλευρά. Μιλούμε τώρα για το πρωί στις 23 του Ιούλη.

Μαζί με το λόχο της 31ΜΚ μας έστειλα σε μια άλλη αποστολή , να απεγκλωβίσουμε στρατιώτες του πεζικού που είχαν καθηλωθεί που τους Τούρκους μέσα σε μια χαράδρα. Ήταν ακριβώς πάνω που τον Καραβά. Μας έβαλαν μέσα στο φορτηγό και μας πήραν στην περιοχή. Κατεβήκαμε πίσω που κάτι βράχους θεόρατους και πήγαμε περπατητοί. Φαίνεται πως μας είδαν οι Τούρκοι και αρχίσαν μας, όμως εμείς ήμασταν καλυμμένοι πίσω που τους βράχους. Είχε τρεις  στρατιώτες του πεζικού και είχαν ένα πενηντάρι αχρησιμοποίητο. Μας είπαν ότι είχε καμιά 40 δικούς μας, μέσα τη χαράδρα και οι Τούρκοι ήταν που πάνω στην άλλη πλευρά. Στήσαμε το πενηντάρι και καθηλώσαμε τους Τούρκους. Φωνάξαμε τους πεζικάριους και ήρθαν πάνω ένας- ένας και γλύτωσαν. Δε θυμάμαι ποιου τάγματος ήταν οι στρατιώτες εκείνοι.

 

 

Στην εκεχειρία ήρθαμε που τα Πάναγρα και πήγαμε στη Φιλιά, με αποστολή να κρατήσουμε εκείνη τη γραμμή. Όταν φύγαμε που την Κερύνεια ήταν όλα τελειωμένα. Το διάστημα της εκεχειρίας δεν έμεινε τίποτε, διαλύθηκαν τα πάντα. Όταν ήμασταν στη Φιλιά έρχονταν αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες και επέτασσαν τα όπλα τους. Εμείς ήμασταν πάνω σ’ ένα ύψωμα, βγάλαμε ορύγματα, ναρκοθετήσαμε το χωματόδρομο που περνούσε που δίπλα μας και περιμέναμε. Ήρθαν άρματα τούρκικα και μπήκαν μέσα στο ναρκοπέδιο και καταστραφήκαν. Εμείς κρατούσαμε καλά, όμως νύχτα Δεκαπενταύγουστο ήρθε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε. Ανεξήγητα πράματα. Στη Φιλιά, το β’ γύρο, σύραμε κάμποσες σφαίρες για να κρατήσουμε τη γραμμή. Αρχικά πήγαμε στο Παλαιχώρι και μετά στο Σταυροβούνι. Μέχρι τότε εκεί ήταν το ΚΕΜΚ, με τους Ελλαδίτες μόνο. Που πήγαμε εμείς είχε δυο μέτρα αγκάθια, καθαρίσαμε και αρχίσαμε να χτίζουμε την Μοίρα.

Μετά την εισβολή ανέλαβε ο Μουχταρίδης Χρήστος διοικητής και αν θυμάμαι καλά απολυθήκαμε με εκείνο το διοικητή. Τους πρώτους μήνες ήταν ένα χάος. Ο καθένας έψαχνε τους δικούς του, που δεν ήξερε που ήταν. Εγώ συγκεκριμένα άργησα πολύ να πάρω έξοδο και πήγα στη Λάρνακα, να τους βρω, γιατί οι Τρούλλοι, ήταν εγκαταλελειμμένοι έξι μήνες. Τελικά ρωτώντας ανακάλυψα τους στην Ορόκλινη. Έπιασα το λεωφορείο και πήγα. Μέσα στο ίδιο σπίτι ήταν ακόμη μια οικογένεια που είχαν γιο αγνοούμενο. Μόλις με είδε η μάνα του ήρθε και έπεσε πάνω μου και με παρακαλούσε να της πως νέα για το γιο της, τον Αντρέα. Ο γιος της ήταν στο 251 ΤΠ στην Κερύνεια, το τάγμα που είχε τις παραπάνω απώλειες. Μέχρι σήμερα είναι αγνοούμενος.

 

Αν δεν ήταν προδομένα και έτσι ήθελαν να γίνει οι Μεγάλοι κανένας δεν έμπαινε στην Κύπρο. Δεν είναι εύκολο όταν κάποιος σε καρτερά να κατεβείς και να περάσεις. Ο Καραβάς είχε πυροβολικό και ποτέ δε διατάχθηκε να βάλει. Αν είμαστε λίγο προετοιμασμένοι μούγια δεν περνούσε. Εμάς οι λοχαγοί μας και ο διοικητής πολέμησαν, αλλού όμως εγκαταλείψαν τους στρατιώτες στο έλεος του Θεού. Μπορεί να ήξεραν το αποτέλεσμα και να έφυγαν. Μπορεί όμως να ήταν και δειλία. Οι Τούρκοι όμως προετοιμάζονταν που πριν. Στα ξενοδοχεία στο Πέντε Μίλι δούλευαν Τούρκοι αξιωματικοί πριν την εισβολή. Δίπλα που τη δική μας την Μοίρα, είχε μια περιοχή με τ’ όνομα «Αμπέλια», με πολυτελείς κατοικίες των Εγγλέζων, οι κηπουροί τους ήταν Τούρκοι Αξιωματικοί. Οι ταξιτζήδες στην Κερύνεια, ήταν Τούρκοι και έμπαιναν μέσα οι στρατιώτες και μάθαιναν πληροφορίες. Είχαν φοβερή κατασκοπεία.

Ακόμα εμείς διχαστήκαμε. Ο αδερφός με τον αδερφό, ο γονιός με το παιδί είχαμε τούτο το διχασμό. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ Β’ και το Εφεδρικό, ήταν το τέλος μας. Ξένοι δάχτυλοι και η Χούντα των Αθηνών μας δίχασαν. Εγώ για παράδειγμα μάλωσα με τον πατέρα μου. Σκέφτομαι το τώρα μετά που τόσα χρόνια και δε νιώθω καλά. Περπατούσαμε μέσα στο χωριό και ένας Μακαριακός είπε: «Θα φοούμαστε και τους πεθαμένους» και εννοούσε εμάς τους Ενωτικούς. Έπιασα τον, 16- 17 χρονών ήμουν, και έδωσα του ξύλο όσο εσήκωνε. Πήγε και ήβρεν τον πατέρα του, ο οποίος ήταν κουμπάρος «μυρωδικός» με το δικό μου. Ο πατέρας μου ήταν να με σκοτώσει και έφυγα που σπίτι. Τούτο ήταν το κλίμα που υπήρχε τότε.

 

Η πιο έντονη στιγμή που έζησα στον πόλεμο ήταν όταν ήμασταν με τον Ισίδωρο μέσα στο σπίτι στη Κερύνεια και μπήκαν οι Τούρκοι. Το γεγονός ότι ζήσαμε πιστεύω οφείλεται σε θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Δε γίνεται να μπουν οι Τούρκοι μέσα στο σπίτι, να ψάξουν όλες τις κάμαρες εκτός απ’ εκείνη που κρυβόμασταν. Αν άνοιγαν ήταν όποιο πάρει ο χάρος. Με το που θα τους έβλεπα ήταν να τους παίξω δεν υπήρχε περίπτωση. Οι άλλοι όμως που ήταν απ’ έξω ήταν να μας καθαρίσουν.

Τώρα αν μου ξανάλεγα να πάω στα ΛΟΚ θα πήγαινα 100 φορές. Επιθυμώ να γυρίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, γιατί δεν έκανα εκείνο που έπρεπε να κάνω. Έμεινε μου ένα παράπονο που χάσαμε την μισή Κύπρο άδικα τον αδίκων. Δεν πολέμησα να χορτάσω και έφυγα χωρίς σχεδόν να κάνω τίποτε.

Επεξηγήσεις:

[1]  Ο ήρωας ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης καταγόταν από το Σιδηρόκαστρο του νομού Σερρών. Το καλοκαίρι του 1973 ανέλαβε διοικητής της 33 Μ. με έδρα το Μπέλα - Πάις. Τάχθηκε επικεφαλής της Μοίρας στην αποστολή κατάληψης των Πετρομουθκιών το πρώτο βράδυ της εισβολής. Ο ταγματάρχης Κατσάνης έπεσε στην πρώτη γραμμή, στις εννέα το πρωί της 21ης Ιουλίου. Ενώ κινείτο μέσα από διάδρομο των εγκαταστάσεων των Τούρκων στα Πετρομούθκια, υποστηριζόμενος από πυρά δυο καταδρομέων, δέχθηκε τις σφαίρες ελεύθερου σκοπευτή. Σύμφωνα με μαρτυρία δυο καταδρομείς, παρά τα καταιγιστικά πυρά εναντίον τους,  κατάφεραν να σύρουν κοντά τους το σώμα του διοικητή τους και διαπίστωσαν ότι ήταν νεκρός. Μάλιστα στην προσπάθεια τους αυτή, ένας εκ των δυο τραυματίστηκε. Στη συνέχεια εξαιτίας των δραστικών πυρών του εχθρού, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω το άψυχο σώμα του ταγματάρχη Κατσάνη.

[2] Τούρκοι καταδρομείς

[3] Ο λοχαγός Ευάγγελος Μαντζουράτος ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της 33 ΜΚ μετά την απώλεια του ταγματάρχη Κατσάνη.

[4] Ο υπολοχαγός Κατούντας και άλλα μέλη του λόχου του σύμφωνα με μαρτυρίες έπεσαν στην περιοχή του τουρκοκυπριακού χωριού Τέμπλος.

Περισσότερα στο: https://www.alphanews.live/cyprus/opoio-do-kai-dosei-nero-s-ayta-ta-katharmata-tha-ton-ekteleso-foto

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ