Εκκλησία

Τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου

Ο Άγιος Γεώργιος που η μνήμη του εορτάζεται σήμερα είναι ίσως ο πιο λαοφιλής Άγιος. Έχει φημιστεί για πολλά θαύματα μερικά από τα οποία θα διαβάσετε παρακάτω.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος θεωρεῖται καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ

σήμερα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ θαυματουργοὺς Ἁγίους τῆς

Ὀρθοδοξίας καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπητοὺς.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔχουν

ἐπηρεάσει καὶ τὴν Ἁγιογράφησή του

εἶναι ἡ θανάτωση

τοῦ δράκοντα καὶ σωτηρία τῆς κόρης τοῦ βασιλιά.

Στὴν Ἀνατολικὴ ἐπαρχεία τῆς Ἀττάλειας καὶ στὴν

πόλη Ἀλαγία βασίλευε κάποιος ΢έλβιος ποὺ ἦταν πολὺ

Χριστιανομάχος. Εἶχε βασανίσει πολλοὺς Χριστιανοὺς

γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ ἔπειτ

α τοὺς

φόνευε. Κοντὰ στὴν πόλη ζοῦσε ἕνας φοβερὸς δράκος

ποὺ καθημερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους καὶ ζῶα καὶ τὰ

ἔτρωγε. Οἱ κάτοικοι πανικοβλημένοι δὲν περνοῦσαν

πιὰ ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς μὲ στρατὸ πολὺ

προσπάθησε νὰ σκοτώσει τὸ θηρίο ἀλλὰ δὲν τὰ

κατάφερε. Μὲ

συμβουλὴ τῶν ἱερέων τῶν εἰδώλων,

ἄρχισαν νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους ὡς θυσία στὸ

θηρίο. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρὰ τῆς μοναχοκόρης τοῦ

βασιλιὰ θρῆνος μεγάλος ἔγινε καὶ ἂν καὶ παρακάλεσε

ὁ βασιλιὰς τοὺς ὑπηκόους του νὰ τὴν λυπηθοῦν, ὅμως

κανεὶς δὲν συγκινήθηκε, για

τὶ αὐτὸς ἔβγαλε τὴν

διαταγὴ γιὰ τὴν θανάτωση τόσων νέων. Ἔτσι μὲ μιὰ

φωνὴ ὅλοι εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὴν

κόρη του ἡ διαταγή του.

Πράγματι ὁ βασιλιὰς μὲ δάκρυα πρόπεμψε την κόρη

του

καὶ ὅλοι μαζεμένοι πάνω στὰ τείχη

παρακολουθοῦσαν ἀπὸ ψηλὰ τὴ

ν τύχη τῆς

βασιλοπούλας.Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη

ὁμολογήσει τὴν χριστιανική του πίστη, ἦταν κόμης καὶ

ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς μονάδας στὸ στράτευμα τοῦ

Διοκλητιανοῦ. Γύριζε μάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ

μιὰ ἐκστρατεία ποὺ ἔκανε μαζ

ὶ μὲ τὸν Διοκλητιανό.

Ἀπὸ θεία συγκυρία, πέρασε ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ στάθηκε

νὰ ποτίσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Βλέπει τὴν

κόρη καθισμένη μπροστὰ στὴ λίμνη νὰ κλαίει

ἀπαρηγόρητη καὶ πλησιάζοντας τὴν ρώτησε γιὰ τὸν

λόγο τοῦ θρήνου αὐτοῦ. Ὅταν ἔμαθε γι

ὰ τὴν αἰτία ὁ

Ἅγιος τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα νὰ μὴν φοβᾶσαι οὔτε νὰ

κλαῖς. Μόνο πίστεψε στὸν Χριστό, ποὺ πιστεύω ἐγὼ καὶ

θὰ δεῖς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ μου!» καὶ ἡ κόρη

ὁμολόγησε πίστη στὸν Ἰησοῦ.

Σότε ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε νὰ τὸν εἰδοποιήσει ὅταν

ἐμφανιζόταν τὸ θηρί

ο καὶ ὁ ἴδιος ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ

προσευχήθηκε ὡς ἑξῆς: «Ὁ Θεὸς ὁ μεγάλος καὶ δυνατὸς

ποὺ κάθεται πάνω στὰ χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπει

ἀβύσσους, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπάρχει στοὺς

αἰῶνες, σὺ γνωρίζεις ὅτι οἱ καρδίες εἶναι μάταιες, ΢ὺ

φιλάνθρωπε Δέσποτα καὶ

Κύριε ἐπίβλεψε καὶ τώρα σὲ

μένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου καὶ φανέρωσέ

μου τὰ ἐλέη σου. Κάνε νὰ ὑποτάξω τὸ φοβερὸ αὐτὸ

θηρίο γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ

ὅτι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός». Σότε ἐμφανίστηκε τὸ

θηρίο.

Ὁ Ἅγιος ἔτρεξε

νὰ τὸ συναντήσει. Σὸ θηρίο φοβερό,

ἔβγαζε ἀπὸ τὰ μάτια του φωτιὰ καὶ ἦταν ἐξαγριωμένο.

Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ ΢ταυροῦ καὶ εἶπε:

«Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρη μου, ποὺ εἶμαι

δοῦλός σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς στὸ

ὄνομά ΢ου τὸ

ἅγιο». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου καὶ

ἐνῷ κυλιόταν καὶ βρυχόταν, ὁ Ἅγιος λέει στὴν

βασιλοπούλα: «Βγάλε τὴ ζώνη σου καὶ δέσε μὲ αὐτὴ

τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸ λαιμό». Ἀμέσως ἡ κόρη ἄφοβα

ἔδεσε τὸ δράκοντα ἀπὸ τὸ λαιμὸ

καὶ μὲ ἐντολὴ τοῦ

Ἁγίου τὸν ἔσυρε μέχρι τὴν πόλη.

Οἱ κάτοικοι τρόμαξαν ἀπὸ τὸ θέαμα

καὶ τράπηκαν σὲ

φυγή

, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τοὺς εἶπε

: «Μὴ φοβᾶσθε, σταθεῖτε

καὶ θὰ δεῖτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας»!

Σότε σταμάτησαν ἀπορημένοι καὶ ὁ Ἅγιος σηκώνοντας

τὸ δόρυ του, χτύπησε τὸν δράκοντα καὶ τὸ τέρας

σκοτώθηκε. Ἔπειτα παρέδωσε στὸν βασιλιὰ τὴν

μοναχοκόρη του σώα καὶ ἔγινε μεγάλο πανηγύρι.

Ὁ Ἅγιος κάλεσε ἀπὸ κάποια πόλη τῆς Ἀντιοχείας τὸν

ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο καὶ βάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς

ἄρχοντες καὶ ὅλο

τὸ λαό. Μέσα σὲ δεκαπέντε ἡμέρες

βάπτισε 45.000 ἀνθρώπους.

Ἀφοῦ βαπτίστηκαν ὅλοι ἔκτισαν καὶ μιὰ μεγάλη

ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὴν δεῖ

καὶ μόλις μπῆκε στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ προσευχήθηκε,

βγῆκε πηγὴ ἁγιάσματος καὶ σκορπίστηκε εὐωδία στὸν

ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σώζεται μέχρι καὶ σήμερα.

Ὁ Ἅγιος ἀποχαιρέτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸν λαό, ἔφυγε

γιὰ τὴν πατρίδα του. ΢τὸ δρόμο του συνάντησε τὸν

διάβολο, μετασχηματισμένο σὲ μορφὴ ἀνθρώπου.

΢τηριζόταν σὲ δύο ραβδιὰ σὰν γέρος. Φαινόταν

μάλιστα σὰν νικημένος

καὶ καταφρονημένος

στρατιώτης. Εἶπε, λοιπὸν μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο:

«Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ

διάβολος καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ καὶ πῶς μὲ

ξέρεις; Ἂν δὲν ἤσουν

ὁ πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ

μποροῦσες νὰ μὲ ξέρεις, ἀφοῦ ποτὲ ξανὰ

δὲν μὲ ἔχειςδεῖ». Ὁ διάβολος ἀπάντησε: «Πῶς τολμᾷς νὰ ὑβρίζεις

τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ρωτᾷς ποιὸς εἶμαι ἐγώ;

Μάθε νὰ μιλᾷς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀπάντησε: «Ἂν

εἶναι ἔτσι ὅπως μοῦ τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος

ἀκολούθησέ με. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρό, νὰ μ

ὴν μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν θέση σου». Μόλις τελείωσε τὸ

λόγο του αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καὶ

φώναξε δυνατά: «Ἀλοίμονό μου! Σὶ κακὴ ὥρα ἦταν

αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Σὶ κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ

χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».

Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν

πνεῦμα πονηρὸ καὶ τοῦ

εἶπε: «΢ὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ νὰ μοῦ πεῖς τὶ ἐπρόκειτο νὰ

μοῦ κάνεις». Καὶ ὁ διάβολος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ Γεώργιε,

εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερο τάγμα τοῦ ΢ατανᾶ καὶ ὅταν ὁ

Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴ γῆ ἀπὸ τὰ

νερὰ ἤμουν παρών. Ἐγὼ ἔκανα φο

βερὲς βροντὲς καὶ

ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἀπὸ τὴν

περηφάνια μου κατήντησα κάτω στὸν ᾅδη καὶ ἔγινα

δαίμονας. Ἀλοίμονό σου, Γεώργιε, γιατὶ ζήλεψα τὴν

χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ ἤθελα νὰ σὲ παραπλανήσω

γιὰ νὰ μὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα ἐγώ.

Ἀλοίμονό μου τὶ κακὸ ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν μπορῶ

νὰ λυθῶ. ΢ὲ παρακαλῶ Γεώργιε, θυμήσου τὴν

προηγούμενη εὐτυχία μου καὶ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ

ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο γιατὶ σοῦ τὰ εἶπα ὅλα». Σότε ὁ

Ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε:

«΢’ εὐχαριστῶ Κύριέ μου, διότι μοῦ παρέδωσες τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ

πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπο γιὰ νὰ

τιμωρεῖται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Μεγαλομάρτυς

ἐπετίμησε καὶ ἀπέλυσε τὸ πονηρὸ πνεῦμα.

Ἡ μεταφορὰ τῆς κολώνας

Μιὰ γυναῖκα ἀγόρασε μιὰ κολώνα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ

τὴν στείλει στὴν Ρώμη ποὺ κτιζόταν μιὰ ἐκκλησία τοῦ

Ἁγίου Γεωργίου. ΢τὸν ὕπνο της λοιπὸν ἡ κυρία αὐτὴ

βλέπει τὸν Ἅγιο, ποὺ μαζί της σήκωσε τὴν κολῶνα καὶ

τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ κολώνα ἐμφανίστηκε τὴν

ἄλλη ἡμέρα στὴν Ρώμη μὲ μιὰ ἐπιγραφὴ νὰ

τοποθετηθεῖ στὸ δεξὶ μέ

ρος τῆς ἐκκλησίας.

΢τὴν Παφλαγονία (Πόντος) τιμοῦσαν τὸν Ἅγιο καὶ

πολλοὶ ναοὶ κτίσθηκαν πρὸς τιμήν του, ἐνῷ ὅλες

σχεδὸν οἱ οἰκογένειες ἔδινε τὸ ὄνομά Σου σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ

ἀρσενικὰ παιδιά της. Μιὰ εὐσεβὴς οἰκογένεια λοιπὸν

ἀπέκτησε ἕνα ἀγοράκι καὶ τὸ βάπτισε

Γεώργιο. Σὸ

μεγάλωσε ὥστε νὰ γίνει φρόνιμο, ἠθικό, σύνετὸ καὶ

ὅταν ἔγινε 20 ἐτῶν τὸν κάλεσαν στὸν στρατό. ΢τὶς

μάχες ὅμως ὁ νεαρὸς ἔπεσε σὲ ἐνέδρα

καὶ ἀπὸ αὐτοὺς

ἄλλους ἔσφαξαν, ἄλλους πούλησαν δούλους, ἄλλους

ἔκαναν ὑπηρέτες. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου

ἀξιωματικοῦ, ποὺ τὸν ἐκτίμησε πολύ.

Οἱ γονεῖς τοῦ νεαροῦ γιὰ ἕνα χρόνο παρακαλοῦσαν

κλαίγοντας ἀπαρηγόρητοι ζητώντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ

τοὺς φανερώσει τὶ ἀπέγινε τὸ ἀγαπημένο τους παιδί.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ αἰχμάλωτος Γεώργιος προσευχόταν νὰ

τὸν ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ τὴν

σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ξαναδεῖ τοὺς γονεῖς του.

Ἕνα χρόνο λοιπὸν μετὰ τὴν ἐξαφάνισή του, καὶ ἐνῷ

ἔφτασε ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, οἱ γονεῖς του μὲ

τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀκόμα ζεῖ, κάλεσαν συγγενεῖς σὲ

ἑορταστικὸ δεῖπνο.

Σὴν ἴδια ἡμέρα ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ

Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ

τὸ φαγητὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὁ νεαρὸς αἰχμάλωτος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό.

Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίμασε

γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος ἔφιππος σὲ

ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ’ αὐτό, ἐν

ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του, τὴν ὥρα ποὺ

βρισκόταν οἱ καλεσμένοι ἀκόμα στὸ τραπέζι. Ἔμειναν

τότε ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ὅταν τοὺς εἶπε ὁ νεαρὸς γιὰ τὸ

θαῦμα, γεμάτοι χαρὰ δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο

Γεώργιο.

Στὴν Μυτιλήνη ἔφτασαν κάποτε πειρατὲς ἀπὸ τὴν

Κρήτη γιὰ νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ αἰχμαλωτίσουν.

΢κέφθηκαν λοιπὸν νὰ ἐπιτεθοῦν τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου

Γεωργίου, γιατὶ ὅλοι θὰ βρίσκονταν στὸν ναό.

Πράγματι ἐπιτέθηκαν καὶ αἰχμαλώτισαν πολλοὺς,

ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ἕ

ναν ὡραῖο νέο, γιὸ μιᾶς

πλούσιας χήρας. Αὐτὸν τὸν νέο τὸν χάρισαν στὸν

Ἀμιρᾶν τῆς Κρήτης ὁ ὁποῖος τὸν ἔβαλε ὑπηρέτη τῆς

τράπεζάς του.

Ἡ δύστυχη μάνα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔκλαιγε γοερῶς

παρακαλώντας τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς

φανερώσουν τὸ χαμένο της παιδί. Καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ταχὺς εἰς ἀντίληψιν,

δὲν ἄργησε νὰ ἐπέμβει. Καὶ ἐνῷ ὁ

νεαρὸς ἑτοιμαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀμιρᾶν,

ὁ Ἅγιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν μετέφερε στὴν μητέρα του.

Καὶ οἱ δύο δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους καὶ ὅταν

κατάλαβαν τὶ συνέβη μόλις τ

ώρα δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο.

Στὴν Παφλαγονία ὑπῆρχε μεγάλος ναὸς τοῦ Ἁγίου

Γεωργίου καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ Ναοῦ τὰ παιδιὰ

ἔπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ὅμως ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν

μποροῦσε νὰ νικήσει σὲ κανένα καὶ τὰ ἄλλα τὸ εἰρωνεύονταν καὶ τὸ περιγελοῦσαν. Σό

τε ὁ μικρὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν βοηθήσει νὰ κερδίσει καὶ

θὰ τοῦ ἔφτιαχνε ἕνα σφουγγάτο (αὐγὰ τηγανισμένα μὲ

κρεμμύδια καὶ μυρωδικά).

Μόλις ἔκανε τὸ τάξιμο, ἄρχισε νὰ κερδίζει ὅλους τοὺς

ἀντιπάλους του. Ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι καὶ μόνος του

ἔφτιαξε τὸ

σφουγγάτο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔβαλε μπροστὰ

στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἔφυγε. Ὕστερα ἀπὸ ὥρα ἦρθαν

τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἅγιο καὶ μόλις

εἶδαν τὸ σφουγγάτο σκέφτηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν

μεταξύ τους: «Σὶ τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Μήπως

πρόκειται νὰ τὰ φάει;

». Ἀμέριμνοι κάθισαν στὰ

σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτο. Ὅταν

ὅμως προσπάθησαν νὰ φύγουν δὲν μποροῦσαν νὰ

σηκωθοῦν, γιατὶ εἶχαν κολλήσει στὰ σκαλοπάτια!

Ἄρχισαν τότε νὰ ζητοῦν συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ

νὰ κάνουν τάματα φθηνὰ γιὰ νὰ ξεκολλήσουν, ἀλλὰ

τίποτα! Ὅταν ἔκαμαν ἀκριβὸ τάμα (νὰ δώσει ὁ καθένας

ἀπὸ ἕνα φλωρὶ) τότε μόνο μπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν.

Μόλις βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάρρος,

εἶπαν στὸν Ἅγιο: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου

εἶναι πολὺ ἀκριβά, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ

ξαναγοράσουμε τίποτα ἀπὸ σένα»!!!

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

ΑΓ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

1)Εἰκόνα ἀπὸ τὴν Μονὴ Φανουὴλ

Ἐνῷ βασίλευε ὁ Λέων ὁ Σοφὸς (886-912) ἦσαν τρεῖς

γνήσιοι ἀδελφοί, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Βασίλειος

καταγόμενοι ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη Λιγχίδα (μετέ

πειτα Ἀχρίδα). Ἀπεφάσισαν νὰ ἀφήσουν τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ

λάβουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἔφτασαν στὸ Ἅγιον Ὄρος

καὶ ἀφοῦ βρῆκαν ἥσυχο τόπο, ἔφτιαξαν σκην

ὲς καὶ συναντιόντουσαν μόνο τὴν Κυριακή. Ἔφτασαν σὲ ὕψη

ἀρετῆς καὶ πολλοὶ κατέφευγαν σ’ αὐτοὺς ζητώντας νὰ

καθοδηγηθοῦν στὴν σωτηρία.

Ἀφοῦ ἔκτισαν ἕνα ναὸ σκέπτονταν πῶς νὰ τὸ

ὀνομάσουν. Ἄλλοι ἔλεγαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν

Ἅγιο Νικόλαο, ἄλλοι στὸν Ἅγιο Κλήμεντα Ἀχρίδος,

ἄλλοι στὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν

συμφωνοῦσαν ἀποφάσισαν νὰ τὸ κάνουν θέμα

προσευχῆς καὶ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ

ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Σου. Ἑτοίμασαν ἕνα ξύλο γιὰ

νὰ ἁγιογραφηθεῖ ὁ Ἅγιος τοῦ Ναοῦ καὶ παραδόθηκαν

στὴν προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας μὲ

ἔκπληξη καὶ φόβο εἶδαν μέσα ἀπὸ τὸν νεόκτιστο ναὸ

νὰ ξεχύνεται ἕνα ἀσυ

νήθιστο φῶς, λαμπρότερο ἀπὸ

τὸν ἥλιο.

Ἔμειναν προσευχόμενοι ὅλη τὴν νύκτα καὶ τὴν

ἑπομένη τὸ πρωΐ ὅταν κατέβηκαν στὴν ἐκκλησία εἶδαν

μὲ θαυμασμὸ ὅτι στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίμασαν νὰ

ζωγραφίσουν, ἐζωγραφίσθη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου

Μεγαλομάρτυρα καὶ Σροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπ’

αὐτὴ μάλιστα ἔβγαινε ἡ λάμψη ποὺ φώτιζε τὰ ταπεινὰ

κελλιά. Ἔτσι ἀφιερώθηκε ἡ ἐκκλησία στὸν Ἅγιο

Γεώργιο καὶ ἡ μονὴ ὀνομάσθηκε Ζωγράφου.

Ἡ εἰκόνα ὅμως αὐτὴ ὑπῆρχε στὴν Μονὴ τοῦ Φανουὴλ

στὴν ΢υρία κοντὰ στὴν Λύδδα. ΢ύμφωνα μὲ τὴν

μαρτυρία τοῦ καθηγουμένου τῆς Μονῆς Φανοὺλ, Εὐστρατίου, ὅταν κάποτε ὁ

Θεὸς εὐδόκησε νὰ

τιμωρήσει τὴν Συρία καὶ νὰ τὴν παρ

αδόσει στοὺς

σαρακηνοὺς, ἡ ζωγραφιὰ τῆς εἰκόνας ξαφνικὰ

ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ ὑψώθηκε

κρύφθηκε σὲ ἄγνωστο μέρος. Οἱ μοναχοί, ὅμως, ἐπειδὴ

φοβήθηκαν καὶ λυπήθηκαν ἀπὸ τὸ σημεῖο, ἀφοῦ

γονάτισαν, προσεύχονταν στὸ Θεὸ καὶ μὲ δάκρυα τοῦ

ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψει τὸ λόγο αὐτοῦ τοῦ

γεγονότος. Ὁ Ἅγιος λοιπὸν παρουσιάστηκε στὸν

ἡγούμενο καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ λυπᾶστε γιὰ μένα. Ἐγὼ

βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτό μου Μονὴ τῆς Παναγίας στὸν

Ἄθω. Ἂν θέλετε πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιατὶ

ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιμη νὰ πέσει πάνω στὴν

διεφθαρμένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ’ ὅλη τὴν

οἰκουμένη, ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ ἁμαρτάνουν».

Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς ὁ

καθηγούμενος ἀνακοίνωσε τὰ συμβάντα καὶ ὅλοι μαζὶ

ἀπεφάσισαν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Προστάτη τους

στὸν Ἄθωνα. Φτάνουν μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴν Ἰόππη καὶ

ἔρχονται στὴν μονὴ Ζωγράφου. Μπαίνοντας στὸ Ναὸ

βλέπουν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ δάκρυα

στὰ μάτια πέφτουν καὶ προσκυνοῦν φωνάζοντας:

«Γιατὶ μᾶς προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα

Γεώργιε;». Οἱ μοναχοὶ τῆς Ζωγράφου ἀποροῦσαν γιὰ

ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν μπροστά τους.

Ὅμως ἐκεῖνοι τοὺς διηγήθηκαν τὰ συμβάντα καὶ ὅλοι δόξαζαν

ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ἐνῷ τὸν

καθηγούμενο Εὐστράτιο τὸν ἔκαμαν Ἡγούμενό τους.

Ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κάνει πολλὰ θαύματα. Ἡ φήμη

τῶν θαυμάτων ἔφθασε μέχρι καὶ τὸν βασιλέα Λέοντα

τὸν ΢οφό, ποὺ ἀπεφάσισε νὰ πάει προσωπικὰ στὸ

Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τὴ Μονὴ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων

Ἰωάννης ἀπὸ τὸ Σίρναβο. Μ

ὲ τὴν πλούσια βοήθειά του

ἄρχισε νὰ κτίζεται ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τοῦ Ζωγράφου.

Ἡ Ἁγία εἰκόνα ἔχει μέχρι σήμερα τὸ ἄκρο τοῦ δακτύλου

κάποιου ὀλιγόπιστου Ἐπισκόπου. Αὐτὸς καταγόταν

ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα

θέλησε μὲ τὴν συνοδεία του νὰ

πάει νὰ διαπιστώσει ἂν

πραγματικὰ ἦσαν ἀληθινὰ ὅσα διαδίδονταν ἢ ἦσαν

ἐφευρέσεις τῶν μοναχῶν, γιὰ αὔξηση τῶν ἐσόδων τῆς

Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε στὴν Μονή, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς

μοναχοὺς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου

καὶ μὲἀλαζονικὸ ὕφος στάθηκε ἐμπρός της καὶ εἶπε πρὸς τοὺς

μοναχούς: «Ὡστε αὐτὴ εἶναι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα

τοῦ Ἁγίου». Ἀμέσως ὅμως τὸ δάκτυλό του κόλλησε

στὴν εἰκόνα καὶ μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸ

ξεκολλήσει. Κάθε προσπάθεια ἔφερνε ἔντονους πόνους

καὶ ἡ ἀγωνία καὶ ὁ φόβος του ἐντείνονταν. Στὸ τέλος ὁ

δυστυχὴς ἐπίσκοπος δέχτηκε νὰ τοῦ κόψουν τὸ

δάκτυλό του.

Ἔτσι πῆρε μιὰ γεύση τῆς

γνησιότητας τῶν θαυμάτων τοῦ Μεγαλομάρτυρος

Ἁγίου. Στὴν ἴδια Μονὴ (τοῦ Ζωγράφου, Ἁγίου Ὄρους) κοντὰ στὸν κίο

να τοῦ

ἀριστεροῦ χοροῦ βρίσκεται ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη

διήγηση:

Ἡ ἁγία εἰκόνα ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ βρέθηκε στὸλιμάνι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Ἡ ἀπροσδόκητη ἄφιξη

προκάλεσε ταραρχὴ καὶ θόρυβο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γιατὶ

ἡ φήμη ἐξαπλώθηκε καὶ οἱ μοναχοὶ ἐρχόντουσαν ἀπ’

ὅλα τὰ μοναστήρια γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγία

εἰκόνα. Μάλιστα κάθε μοναστήρι ἐπεδίωκε νὰ

ἀποκτήσει αὐτὸν τὸν θησαυρό. Σελικὰ ἀποφάσισαν νὰ

φορτώσουν τὴν εἰκόνα σ’ ἕνα ξένο καὶ ἄγριο μουλάρι

ποὺ δὲν ἤξερε τοὺς δρόμους καὶ τὰ μοναστήρια καὶ

ἀφοῦ τὸ ἀφήσουν ἐλεύθερο νὰ τὸ ἀκολουθήσουν ἀπὸ

μακριά. Ἐκεῖ ποὺ θὰ σταματοῦσε θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει ἡ

εἰκόνα. Ἔτσι κι ἔγινε.

Ἀφοῦ ὁδήγησαν τὸ μουλάρι στὸ

δρόμο Θεσσαλονίκης-Ἁγίου Ὄρους, τὸ ἄφησαν στὴν

θέλησή του. Καὶ τὸ μουλάρι μὲ ἀργὸ καὶ ἰσόμετρο βῆμα

σὰν νὰ ἔνιωθε ὅτι μετέφερε ἱερὸ φορτίο πέρασε ἀπὸ

δύσβατους τόπους, δάση καὶ ὑψώματα καὶ ἔφτασε στὴ

Μονὴ Ζωγράφου καὶ στάθηκε σ

ὲ ἕνα πολὺ ὡραῖο λόφο.

Ἔτσι ὅλοι πληροφορήθηκαν

ὅτι ἡ θέληση τοῦ Ἁγίου

ἦταν νὰ μείνει ἡ εἰκόνα στὴ Μονὴ Ζωγράφου, ὅπου τὴν

δέχθηκαν μὲ χαρὰ καὶ πνευματικὸ πανηρύρι. Σὸ

μουλάρι που ἔφερε τὴν ἁγία εἰκόνα πέθανε ἀμέσως

μετὰ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τόπο ἐκεῖνο. ΢ὲ

ἀνάμνηση τοῦ

θαύματος ἔκτισαν στὸν λόφο ἕνα κελλὶ καὶ μικρὴ

ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου.

Ἀφιέρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα

Μολδοβλαχίας Στέφανο. Στὸν βορειοδυτικὸ κίονα, ποὺ στηρίζεται καὶ ὁ τροῦλος

εἶναι ἀναρτημένη καὶ ἄλλη εἰκόνα, ἀφιέρωμα τοῦ

Ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Στεφάνου. Ὁ Στέφανος

εἶχε, ὅπως εἶναι γνωστό, συνέχεια πολέμους μὲ τοὺς

Σούρκους. Κάποτε ἀναρίθμητα ἀσκέρια τούρκικα

συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσουν. Ὁ Ἡγεμόνας

ἀπελπίστηκε, ἀλλὰ συνερχόμενος, μὲ θερμὴ προσευχὴ

στὸ Θεὸ ζήτησε τὴν βοήθειά Σου. ΢τὸν ὕπνο του

ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος, λουσμένος σὲ λαμπρὸ

θαυμάσιο φῶς καὶ μὲ μάτια ποὺ ἄστραφταν, τοῦ εἶπε:

«Ἔχε θάρρος στὸν Κύριο σου καὶ μὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος

αὐτό. Αὔριο συγκέντρωσε ὅλο τὸ στράτευμά σου καὶ

ὁδήγησέ το ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ φωνὲς

πανηγυρικὲς καὶ σάλπιγγες καὶ θὰ δεῖς τὴ δύναμη τοῦ

Θεοῦ ποὺ πάντα σὲ βοηθᾷ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στάθηκε

ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω ποιὸς θὰ νικήσει καὶ νὰ

σοῦ ἀναφέρω ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί σου καὶ

ὅτι ἀκόμα ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω στὴ μάχη αὐτή. Γιὰ ὅλα

αὐτὰ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου ποὺ εἶναι στὸ

ὄνομά μου, καὶ ποὺ ἐρημώθηκε. ΢τεῖλε μάλιστα καὶ τὴν

δική μου εἰκόνα ποὺ ἔχεις μαζί σου».

Ὁ Στέφανος ἀναθάρρησε καὶ παίρνοντας ὡς λάβαρο

μαζί του τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, μὲ φωνὲς, ἀλαλαγμοὺς

καὶ σαλπίσματα, χτύπησε ξαφνικὰ σὰν λαίλαπα τὸν

ὄγκο τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τοὺς σύντριψε χωρὶς

χρονοτριβή. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔστειλε ὁ ΢τέφανος τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου σύμφωνα μὲ τὴν θέλησή Σου στὴν

Μονὴ Ζωγράφου, καὶ τὴν ἀνακαίνισε, ἀφιερώνοντας

πολλὰ τάματα.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος

Στὸ Ἅγιον Ὄρος σώζεται μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου

Γεωργίου ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ

ὑπηρέτες τοῦ παράνομου

βασιλέως ἐρευνοῦσαν καὶ

προσπαθοῦσαν νὰ βρίσκουν εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς

σπάσουν καὶ νὰ τὶς ρίξουν στὴν φωτιά. Βρῆκαν λοιπὸν

καὶ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὴν

ἔριξαν στὴν πυρὰ γιὰ νὰ καεῖ. Ὅμως ματαίως! ἡ εἰκόνα

παρέμεινε ἄφλεκτος και μόνο τὰ φορέματα τοῦ Ἁγίου

ἅρπαξαν λίγο. Σὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ὅμως παρέμεινε

ἄθικτο. Ὅμως ἕνας ἀσεβὴς ἔμπηξε μαχαῖρι στὸ

πηγοῦνι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀμέσως ἔτρεξε καθαρὸ αἷμα.

Σότε ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ

σπίτι του. Ἑνας εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀφοῦ πῆρ

ε τὴν

εἰκόνα στὰ χέρια του, τὴν πῆγε στὴν θάλασσα,

προσευχήθηκε στὸν Κύριο γιὰ τὴν παύση τῆς αἱρέσεως

τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν Ἅγιο εἶπε:

«Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Σροπαιοφόρε Γεώργιε,

σὺ ποὺ καὶ στὴ ζωὴ καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἔκαμες

ἄφλεκτη τὴν ἁγία εἰκόνα, διαφύλαξέ την καὶ τώρα ἀπὸ

τὴν θάλασσα καὶ μετέφερέ την ὅπου ἐσὺ γνωρίζεις καὶ

ἐπιθυμεῖς γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός μας» καὶ τὴν ἔριξε

στὴν θάλασσα. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος φρόντισε ὥστε ἡ

εἰκόνα του νὰ φτάσει στὸ Ἅγιον Ὄρος κοντὰ στὴν

Μονὴ Ξενοφῶντος καὶ τὴν τοποθέτησαν ἐκεῖ ὅπου

ἔτρεχαν τὰ ἰαματικὰ ὄξινα νερά, σὲ μιὰ μικρὴ Μονὴ

ἀφιερωμένη στὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.

Ὁ Χατζηγιωργιάτης Γ.Εὐλόγιος ἀπὸ τὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου

Γεωργίου τοῦ Φανερωμένου διηγεῖτο στὸν Γ.Ἰωακεὶμ

συχνά, πολλὰ θαύματα ποὺ εἶχε ζήσ

ει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν

Ἅγιο Γεώργιο. Πολλὲς φορὲς ὅταν ἔσβηνε τὸ καντῆλι

τοῦ Ἁγίου τὴν νύχτα, ἄκουγε τὸν Ἅγιο μὲ τὸ ἄλογό του

στὸν διάδρομο τοῦ Κελλιοῦ νὰ πηγαίνει πέρα-δώθε.

Ἄκουγε ὁ Γ.Εὐλόγιος τὸ ποδοβολητὸ τοῦ ἀλόγου,

ξυπνοῦσε, πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ ἄνα

βε τὸ καντῆλι. Ἀρκετὲς μάλιστα φορὲς οἰκονόμησε ὁ Ἅγιος

τὰ τῆς πανηγύρεως, ἐνῷ ὑπῆρχαν μεγάλες και

διάφορες δυσκολίες. Σὴν τελευταία ὥρα ἐπενέβαινε ὁ

Ἅγιος καὶ φρόντιζε γιὰ ὅλα.

Θαύματα Ἁγ.Γεωργίου στην Λιγκοβάνη Λαγκαδᾶ Θεσ/κης

Μιὰ Σουρκάλα ἀπὸ τὸ Λευκοχῶρι εἶχε σοβαρὸ

πρόβλημα μὲ τὴν ὑγεία της. Εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ

τὸν Ἅγ.Γεώργιο καὶ ἤθελε νὰ ἔρθει στὴ χάρη Σου, ἀλλὰ

δὲν τὴν ἄφηναν νὰ μπεῖ στὴν ἐκκλησία, γιατὶ ἦταν

Σουρκάλα. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν ἀπογοητεύτηκε καὶ ἔμεινε

ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ ὅλη τὴν νύκτα. Σὸ πρωΐ

τῆς ἔδωσαν

λαδάκι ἀπὸ τὴν καντήλα τοῦ Ἁγίου καὶ ἔγινε καλά.

Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ σύζυγός της ἔκανε πολλὲς δωρεὲς

στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου.

Ἡ κ.Κλεοπάτρα Χρήστου Χαριζάνη, εἶχε μιὰ πάθηση

στὸν λάρυγγα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πιεῖ καὶ νὰ φάει καὶ

μὲ δυσκολία μποροῦσε νὰ μιλήσει. Δὲν ἀπογοητεύτηκε!

Ξαγρύπνησε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου καὶ ἀφοῦ τὸ

πρωΐ ἀλείφτηκε μὲ λαδάκι ἀπὸ τὴν κανδήλα του, ἔγινε

καλά. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ, ἔμεινε ἐπὶ 25ετία

ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ Ναοῦ Σου.

Ἡ ἴδια κυρία, παραμονὲς τοῦ Ἀλβανικοῦ Πολέμου τὸ

1940 εἶδε τὸ λάδι στὶς κανδῆλες νὰ γίνεται κόκκινο σὰν

αἷμα! Σὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἶπε στὸν π.Δημήτριο,

ἐφημέριο τότε τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.

Στὴν περιοχὴ Καλλιθέα τοῦ Ρεθύμνου Κρήτης ὑπῆρχε

ἕνα παλιὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὰ κτήματα ἑνὸς μουσουλμάνου τοῦ Ἀλῆ Μελεμενάκη ἀπὸ τὰΠεριβόλια. Σὴ δεκαετία τοῦ 1920 οἱ χριστιανοὶ

Ρεθεμνιῶτες ἤθελαν νὰ τὸ ἀνακαινίσουν, ἀλλὰ ὁ Ἀλὴς

δὲν ἐπέτρεπε καμία ἐργασία. Ἄλλαξε γνώμη, ὅταν ὁ

ἴδιος ὁ ἅγιος Γεώργιος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ ζήτησε

νὰ ἀνακαινιστεῖ ὁ ναός Σου. Ὁ Ἀλὴς ὄχι μόνο δέχτηκε

νὰ γίνει ἡ ἀνακαίνιση, ἀλλὰ χρηματοδότησε τὴν

ἁγιογράφηση τῆς εἰκόνας, ποὺ σήμερα εἶναι στὸν

πρόναο, πίσω ἀπὸ τὸ παγκάρι μὲ τὰ κεριά, καὶ φέρει

τὴν ἐπιγραφὴ: «Δαπάναις Ἀλῆ Μελεμενάκη, 1925».

Συχνὰ κάτοικοι, περαστικοὶ καὶ προσκυνητὲς ἀκοῦν

στὸν περιβάλλοντα χῶρο, ἰδίως ἀφοῦ νυχτώσει,

πεταλιὲς ἀλόγου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀνομάστηκε ὁ Ναὸς

«Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πεταλιώτης» καὶ σήμερα εἶναι

μεγάλος ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ Ρεθύμνου.

Δύο μουσουλμάνες (μητέρα καὶ κόρη) πῆραν ταξὶ γιὰ

μιὰ μακρινὴ διαδρομή. Στὸ δρόμο ὁ ταξιτζὴς

ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία του μὲ

ἀπειλητικὲς διαθέσεις πρὸς τὴν κοπέλα. Μητέρα καὶ

κόρη ἐπικαλοῦνταν συνεχῶς τὸν Ἅγιο Γεώργιο. ΢ὲ

κάποια φάση ὁ ταξιτζὴς σταματάει τὸ αὐτοκίνητο καὶ

ἀποπειρᾶται νὰ βιάσει τὴν κοπέλα. Ξαφνικὰ

ἐμφανίζεται ἕνας ἔφιππος ἀστυνομικός, ὁ ὁποῖος

διατάζει τὸν ταξιτζὴ μὲ πολὺ ἐπιβλητικὸ ὕφος νὰ τὸν

ἀκολουθήσει στὸ πλησιέστερο ἀστυνομικὸ τμῆμα.

Ἐκεῖνος γεμάτος φόβο πῆγε μέχρι τὸ τμῆμα καὶ ὁ

ἔφιππος ἀστυνομικὸς μπῆκε κι αὐτὸς στὸ γραφεῖο τοῦ

ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας καὶ ἔκανε καταγγελία γιὰ

ἀπόπειρα βιασμοῦ.

Ὑπογράφει στὸ βιβλίο τῆς

ἀστυνομίας καὶ ἀποχωρεῖ. Ὅταν βγῆκε ὁ ταξιτζὴς ἀπὸ

τὸ ἀνακριτήριο, κοίταξαν τὸ βιβλίο καὶ τοῦ εἶπαν: «Δὲν

ὑπάρχει περίπτωση νὰ τὴν γλυτώσεις! Ξέρεις ποιὸς σὲ

ἔφερε

ἐδῶ; Ὁ Ἅγιος Γεώργιος !!!!».

Ὁ Ἑλληνορθόδοξος ἄραβας καὶ εὐσεβὴς κάτοικος τοῦ

χωριοῦ τῶν Ποιμένων

(Βηθλεὲμ)

Χαλὶλ Ἀμπουφάρχα,

ἦτο πρόγονος τοῦ ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ, καὶ διηγόταν

τὸ ἑξῆς γεγονὸς ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 1903, πρὶν ἀπὸ

περίπου πέντε-ἕξι γενιές.

Εἶχε λάβει τὸ κλειδὶ τοῦ

σπηλαίου νὰ πάει ἐνωρὶς νὰ ἀνάψει τὰ καντήλια γιὰ

τὸν ὄρθρο. Νομίζοντας ὅτι ἦταν 5 τὸ πρωΐ, ἐπειδὴ ἦταν

πανσέληνος ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔφθασε στὸ σπήλαιο στὶς

δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πολὺ ἐνωρίτερα. Ὅταν ἔφθασε

στὸν ὑπόγειο ναό, ἄκουσε

(ἀπ’ ἔξω) ψαλμωδία, ἀλλὰ

δίστασε νὰ μπεῖ μέσα ἐπειδὴ οἱ φωνὲς τοῦ φάνηκαν

ἄγνωστες. Ἀναρωτήθηκε ποιὸς ἄραγε νὰ εἶχε ἀνοίξει

τὸν ναό, καὶ ἀφοῦ πῆρε θάρρος μπῆκε μέσα στὴν

ἐκκλησία. Βρέθηκε λοιπὸν σὲ οὐράνια θεία Λειτουργία

ἀγγέλων. Παρατήρησε τότε μιὰ Κυρία ποὺ στεκόταν

κοντὰ στὴν Ὡραία

Πύλη, περιτριγυρισμένη ἀπὸ

φωτοστέφανο. Στάθηκε ἀκίνητος ἀκούοντας μὲ

ἔκπληξη, θαυμασμὸ καὶ ἀπορία τὴν οὐράνια ὑμνωδία,

διερωτώμενος πῶς ἄραγε ἠξιώθη νὰ βρεθεῖ σὲ

ἀκολουθία ἀγγέλων, καὶ ποιὰ ἦταν αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ

γυναῖκα. Ξαφνικὰ ἄκουσε νὰ ἔρχεται ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὴν πόρτα

τοῦ σπηλαίου, θόρυβος βημάτων ἀλόγου, καλπασμὸς

ἀλόγου καὶ ἕνας νεαρὸς καβαλάρης ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ

σπήλαιο. Μόλις μπῆκε, μέσα τρέχοντας, πλησίασε τὴν

Κυρία ἡ ὁποία τὸν ρώτησε μὲ δυνατὴ φωνή: «

Ποῦἤσουνα Ἅγιε Γεώργιε καὶ ἄργησες νὰ ἔρθεις, ἐσὺ ποὺ

δέχεσαι τὰ περισσότερα δῶρα ἀπὸ τοὺς πιστούς;».

Καὶαὐτὸς ἀπάντησε: «Μητέρα τοῦ Θεοῦ, Κυρία Θεοτόκε,

μιὰ βάρκα βυθιζότανε στὸ πέλαγος καὶ ἤμουν

ὑποχρεωμένος νὰ τρέξω νὰ βοηθήσω τοὺς ἀνθρώπους

ποὺ ἐπικαλέστηκαν τὴν βοήθειά μου».

Λέγοντας αὐτὰ τίναξε τὸ μανδύα του ποὺ ἦτο

βρεγμένος, καὶ πιτσίλισε τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἐνδύματα

τοῦ Χαλὶλ Ἀμπουφάρχα ποὺ ἦταν παρών. Ὅταν

τελείωσε ἡ οὐράνια αὐτὴ Θεία Λειτουργία ἔλαβε

ἀντίδωρο ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Παναγίας, καὶ ὅταν

ἐξαφανίστηκαν οἱ Ἄγγελοι, ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἅγιος

Γεώργιος, αὐτὸς παρέμεινε μὲ πειστήριον στὰ χέρια του

τὸ ἀντίδωρο καὶ τὶς σταγόνες στὰ ροῦχά του ἀπὸ τὸν

μανδύα τοῦ Ἁγ.Γεωργίου, πρὸς πίστωσιν ἀληθινὴ τῶν

κατοίκων τοῦ χωριοῦ καὶ τοῦ ἱερέως ποὺ ἔφθασαν

κατόπιν γιὰ τὸν ὄρθρο, κ

αὶ τοὺς ἐξήγησε τὰ ὅσα

θαυμαστῶς εἶδε καὶ ἄκουσε στὸ σπήλαιο τῶν

Ποιμένων.

(φυλλάδιο Ἱ.Μονῆς τῶν Ποιμένων, Ἀρχιμ.Ἰγνάτιος, ΢επτ. 2007, Ἀνατ.

Ἱερουσαλήμ, Ἰσραὴλ).

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος θεωρεῖται ὁ μέγας προστάτης τῆς

νήσου Σκύρου, τὴν ὁποία ἔσωσε πολλάκις ἀπὸ πολλὲς

θεομηνίες καὶ καταστροφές.

Σελευταῖα (σύμφωνα μὲ

τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰ.Α., τ.Λαμπαδαρίου Ἱ.Ναοῦ τῆς

Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Σκυριανοῦ) στὸν μεγάλο

σεισμὸ ποὺ ἔπληξε τὴν νῆσο, ἀπεκαλύφθη

θαυματουργικῶς ἡ συνεχὴς φροντίδα καὶ ἔννοια τοῦ

Ἁγίου γιὰ τὸ νησί του

καὶ τοὺς κατοίκους του.

Παραμονὴ τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, ἅγιος γέροντας τοῦ

νησιοῦ, εἶδε στὸν ὕπνο του ἕναν μεγαλοπρεπῆ βασιλέα,

καθισμένο σὲ θρόνο, που εἶχε δίπλα του ἕναν

ὑψηλόβαθμο ἀξιωματικὸ καὶ συζητοῦσαν ἐντόνως. Ὁ

βασιλιὰς ἔλεγε στὸν ἀξιωματικό:

«Γεώργιε, ἦλθε

πλέον ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πληρώσει ἡ Σκύρος. Θὰ τὴν

πατάξω μὲ μεγάλο σεισμό, γιατὶ παρόλες τὶς

παρατάσεις ποὺ δόθηκαν γιὰ μετάνοια, κανεὶς δὲν

ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀπωλείας!» Καὶ ὁ

Ἀξιωματικὸς (Ἅγιος Γεώργιος) μὲ ἔντονα παρακλητικὸ

ὕφος ἀπάντησε: «Ὄχι, Κύριε, ἐγὼ μπαίνω ἐγγυητὴς γι’

αὐτούς! Μὴν τοὺς κάνεις κακό! Μόνο προειδοποίησέ

τους γιὰ νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐπιστρέψουν σὲ σένα καὶ

νὰ τοὺς ἐλεήσεις, ἐσὺ ὁ Ἐλεήμων καὶ Φιλάνθρωπος

Θεός!»

. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέμενε: «Ὄχι, ἀγαπητέ μου

Γεώργιε, μὴν ἐπ

ιμένεις! Ἡ Σκύρος θὰ χτυπηθεῖ ἀπὸ

μεγάλο σεισμὸ καὶ δὲν θὰ μείνει τίποτε ὄρθιο!». Καὶ

τέλος ὁ (Ἅγιος) Γεώργιος ἀποκρίθηκε: «Κάνε Κύριε,

ὥστε μόνο τὸ δικό μου σπίτι νὰ πάθει ζημιά! Κανενὸς

ἄλλου πάνω στὸ νησί!». Καὶ πράγματι ὅταν ἔγινε ὁ

μεγάλος σεισμὸς κανένα σπίτι δὲν ὑπέστη καμία ζημιὰ

ἢ ἔστω ρωγμή, ἀλλὰ τὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,

κόπηκε στὴ μέση. Ἄνοιξε ἡ γῆ! Καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς

γεωλόγους ποὺ τὸ ἐπισκέφθηκαν μετά, τὸ βουνὸ καὶ τὸ

μοναστῆρι τράβηξαν τὴν μεγαλύτερη ἔνταση τοῦ

σεισμοῦ καὶ ἔσωσε τὴ νῆσο.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ