Εκκλησία της Ελλάδος

Μητροπολίτης Μάνης: Η νεο-ποίηση των γηγενών

Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσόστομο Γ'.

Μονάχα ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως νιώθει στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του ὅτι εἶναι φθαρτὸς καὶ πρόσκαιρος, συγχρόνως ὅμως καὶ ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος
Ὁ ὑμνωδὸς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ταφέντα καὶ ἀναστάντα Χριστὸ ψάλλει: «Νεοποιεῖς τοὺς γηγενεῖς... ἀφθαρτίζεις γὰρ θεοπρεπέστατα ἀπαθανατίζων τὸ πρόσλημμα». Καὶ ὁ ὑμνογράφος τῆς πασχάλιας νύκτας διατρανώνει πανηγυρικὰ ὅτι γιορτάζουμε «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν». Τὸ ἴδιο καταφάσκει στὸν περίφημο Κατηχητικὸ Λόγο του καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται».

Πράγματι, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νέα ζωὴ διακηρύσσεται καὶ νέα ζωὴ προγραμματίζεται, νέα ζωὴ ἀρχίζει καὶ βιοῦται. Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς κάνει νέους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, μεταβάλλει τὸ φθαρτό, χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ κάνει ἀθάνατο αὐτὸν ποὺ προσέλαβε, δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο. Τὴ λέξη «ποιήσωμεν» χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ἴδια λέξη χρησιμοποιεῖ ὁ πιστὸς ὑμνωδὸς προσθέτοντας τὸ «νέον». Νεοποιεῖ τώρα μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο τῆς γῆς. Ἀνακαινίζει τὸν πρωτόπλαστον Ἀδὰμ καὶ αὐτὸ τὸ τελειότερο θεῖον δημιούργημα εἶναι πλέον «νέος ἄνθρωπος καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἀναστάντα εἰσέρχεται στὴ νέα πραγματικότητα καὶ πνευματικὴ κατάσταση. Τώρα, ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἀπέκτησε μὲ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση τὸ «εἶναι» καὶ κέρδισε μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα τὸ «εὖ εἶναι», κάνει τὰ βήματα μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάσταση στὸ «ἀεὶ εἶναι».

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἔχουμε πλέον μιὰ φωτοποίηση τῆς χοϊκῆς ὑποστάσεώς μας γιατὶ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἔρχεται καὶ ἀνοίγει νέα προοπτικὴ γιὰ μετοχὴ στὸ οὐράνιο πολίτευμα. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ποικίλων θεμάτων καὶ καταστάσεων, ὁ στοχασμὸς γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς ἀπὸ «τὴν τῆς Ἀναστάσεως ἡμέραν» ἔχει πλέον ἄλλη δυναμική. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζει «τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος» τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι νὰ πληροῦται «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ γίνεται «καινὴ κτίσις». Μονάχα ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως νιώθει στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του ὅτι εἶναι φθαρτὸς καὶ πρόσκαιρος, συγχρόνως ὅμως καὶ ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος. Ἀλλὰ ἂν φορτώνουμε καθημερινῶς τὴν ψυχή μας μὲ πάθη πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβουμε τὸ μέγα μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως;

Ἐξάλλου, ὁ Χριστὸς ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, «θανάτῳ θάνατον» ἐπάτησε καὶ τὴν «ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν» καὶ ἐλευθερίαν ἐχαρίσατο. Ὁ Χριστὸς ἔγινε μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη καὶ μὲ τὴν θριαμβευτικὴ Ἀνάστασή Του ὁ μέγας Ἐλευθερωτής, ἀνοίγοντας διάπλατα τὰ ἐσφραγισμένα μνήματα. Ἔτσι τὸ Πάσχα καθίσταται ἡ «ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν», ἡμέρα λαμπρὴ τοῦ Κυρίου, ἡμέρα «ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος», ἡμέρα τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας καὶ λυτρώσεως. Δὲν γιορτάζονται τὰ ἐλευθέρια ἑνὸς ἔθνους, ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ γιορτάζεται ἡ παλιγγενεσία, ἡ νεο-ποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν γενεῶν καὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι τὰ πανανθρώπινα ἐλευθέρια, τὰ ἐλευθέρια ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὴν πίκρα τοῦ θανάτου.

Ο Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μπροστὰ στὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναφωνεῖ τὸ προφητικό: «Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον;». Ἀλλὰ δὲν ἔχει πλέον ὁ θάνατος κεντρί. Τὸ φαρμακερὸ κεντρὶ τὸ ἐξουδετέρωσε καὶ ἀπεμάκρυνε ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου. Αὐτὸς ὁ Νικητὴς κατήργησε «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τὸν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14). Ἔμεινε τώρα μόνο ὁ σωματικός, ὁ φυσικὸς θάνατος. Καὶ αὐτὸς ὅμως εἶναι θάνατος, εἶναι ἕνας ὕπνος μακρότερος τοῦ συνήθους. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ὀνομάζεται πλέον θάνατος ἀλλὰ κοίμηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατος· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος· Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». Καὶ ὁ ὑμνογράφος ψάλλει: «Σήμερον ὁ ἅδης στένων βοᾷ· κατελύθη μου ἡ ἐξουσία, κατεπόθη μου τὸ κράτος... Ὁ Υἱὸς τῆς Μαρίας πύλας χαλκὰς συνέτριψε καὶ μοχλοὺς αἰωνίους συνέθλασε».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀνατολικὴ θεολογία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δυτική, εἶναι οὐσιαστικὰ μιὰ θριαμβευτικὴ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως, τῆς «καινῆς κτίσεως καὶ τῆς τελικῆς νίκης. Γίνεται δὲ ἐσχατολογική, διότι ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐνδόξου παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος καὶ Λυτρωτοῦ. Διαβλέπει τὴν τελειωτικὴ εἴσοδο καὶ ἐνθρόνιση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου στοὺς κόλπους τῆς τριαδικῆς θεότητος καὶ ἡ Ἀνάσταση τελικὰ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καθιστᾷ παροῦσα τὴ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Ἑσταυρωμένο Χριστὸ τίθεται ἡ ἐπιγραφὴ «ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀόριστο, τὸ μακρινό, θέμα τῆς αὔριον. Εἶναι παροῦσα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ἔχει τὴ δυνατότητα τῆς πρόγευσης τῆς οὐράνιας Βασιλείας ἀπὸ τώρα. Καὶ αὐτὸ συντελεῖται στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, στὴ συνειδητὴ μετοχὴ στὸ Κοινὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς, στὴ θεία Λειτουργία. Ὑπάρχει ἀκριβῶς μιὰ ἄμεση σχέση μεταξὺ θείας Λειτουργίας καὶ Ἀναστάσεως. Ἡ κάθε θεία Λειτουργία εἶναι Πάσχα καὶ Πάσχα σημαίνει «διάβαση» ἀπὸ τὰ γήινα καὶ χοϊκὰ στὰ ὑπερφυσικά, στὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια. Πάσχα σημαίνει, πραγματικά, γλυκασμὸς τῆς ὡραιότητος τοῦ Ἀναστάντος, κοινωνία μαζί Του στὸν Οἶκο Του. Τὰ θεῖα λόγια εἶναι σαφῆ: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν. 6,54). Ἔτσι ὁ λειτουργημένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πραγματικὰ ἀναστημένος ἄνθρωπος, ὁ πασχάλιος ἄνθρωπος. Αὐτὸς ἔχει πλέον τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία ὅτι στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ὑπάρχει σκοπός, ὑπάρχει ἀγάπη, ὑπάρχει ἐλπίδα.

Ἀφετηριακὸ μὰ καὶ ταὐτόχρονα ἔσχατο βῆμα παραμένει γιὰ τὴν ὕπαρξή μας τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄραγε τὸ εὔθραυστο σκεῦος, τὸ λογικὸν ὄν, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ εἶναι μία διαρκὴς ἐπιβεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως; Ἂν ναί, τότε θὰ λέει «ἀληθῶς ἀνέστη».

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

C-130 Hercules
Ένοπλες Συρράξεις 0

«Μάτωσε» η Λεγεώνα των Ξένων-Δεκάδες νεκροί και τραυματισμένοι μισθοφόροι εκκενώνονται στη Πολωνία μετά από ρωσικό πλήγμα στον Δνείπερο

Οι Ρώσοι χτύπησαν ξενοδοχείο στον Δνείπερο που φιλοξενούσε δυτικούς μισθοφόρους και στρατιωτικούς εκπαιδευτές