Εκκλησία

Η περιφορά του Επιταφίου πηγή έμπνευσης για την λογοτεχνία

Το Θείο Πάθος έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους λογοτέχνες. Πώς περιγράφεται η περιφορά του Επιταφίου;

Για τους πιστούς είναι μια μυσταγωγική τελετή θρήνου και πένθους, που φέρει την υπόσχεση της Ανάστασης. Για τους μη πιστούς είναι ένα όμορφο έθιμο της ελληνοχριστιανικής παράδοσης. Γι' αυτό και η βραδινή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής και η περιφορά των επιταφίων στους δρόμους πόλεων, χωριών και νησιών συγκεντρώνει πλήθη κόσμου.

Στη «Μενεξεδένια πολιτεία» (1937) του Άγγελου Τερζάκη ο πρωταγωνιστής, ο νεαρός Γιάννης Μαρούκης, αφήνοντας τη μάνα του στο σπίτι, με τη λαμπάδα στο χέρι ασυνείδητα, ακολουθώντας την «κουρασμένη μυρωδιά λουλουδιών από κάποιους επιτάφιους που περιμένουμε μέσα σε υγρές κώχες στις εκκλησίες, να τους ψάλλουν και να τους γυρίσουν», φτάνει στον ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα.

«Η εκκλησία είναι χωμένη ως ενάμισι μέτρο κάτω από την επιφάνεια της πλατείας. Τα παράθυρά της λάμπανε από τα κεριά. Ο κόσμος, ξεχειλίζοντας στην πόρτα, περίμενε απ' έξω, γύρω στα πεζοδρόμια και στα σοκάκια. Στάθηκε κι αυτός και τέντωσε τα' αυτί του, μηχανικά, ν' ακούσει την ψαλμωδία.

»Γαλήνια ήταν η νύχτα, χλιαρή. Χωνευτά, μέσα στις γειτονιές, βροντούσανε κάποια βαρελότα, προβάροντας την Ανάσταση. Οι παρέες φλυαρούσαν γύρω, κάνοντας σχέδια, συζητώντας διάφορες γνώμες:
- Εγώ λένε να πάμε στο Σύνταγμα. Θα δούμε τον επιτάφιο της Μητρόπολης, του Αϊ-Γιώργη του Καρύτση, της Καπνικαρέας…
- Μωρέ να μη σκεφτούμε να πάμε στου Αρσακείου! Κάθε χρόνο το λέω κι όλο το ξεχνώ.
[…]

»Μια κίνηση έγινε στην πόρτα της εκκλησίας, ο κόσμος τραβήχτηκε, φάνηκαν κάτι αστυφύλακες με άσπρα γάντια, που άνοιγαν δρόμο. Τρία-τέσσερα φανάρια με γυαλιά χρωματιστά.

[…]

»Και σταυροκοπήθηκε γιατί περνούσε το Άγιο Σώμα.

»Είταν ήσυχη η νύχτα και γλυκειά. Θερμή η ανάσα της κόλπωνε πάνω από την πολιτεία τον έναστρο θόλο τ' ουρανού, κι ο αέρας έφερνε απαλό το μύρο από βιολέτες. Οι καμπάνες σημαίνανε αργά.

»Αργά. Με το πένθιμο τούτο εμβατήριο, ο κόσμος πορευόταν, πασχίζοντας να κρατήσει το ήρεμο βάδισμά του, ενώ στα πλάγια κόρωνε κιόλας ο συνωστισμός και κάποιοι μπερδεύονταν, μπλέκανε και τσαλαπατιόνταν. Η ψαλμωδία, μόλις ξανοίχτηκε στο ύπαιθρο, λιγοθύμησε κι έσβυσε. Τραβήχτηκε κι ο Μαρούκης στο πεζοδρόμιο και περίμενε να περάσει το μεγάλο μπουλούκι, για ν' ακολουθήσει κι αυτός».

Αρχαιολάτρης, ρομαντικός και καθαρευουσιάνος, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπυρίδων Παγανέλης (1852-1933), άφησε αρκετά αφηγηματικά κείμενα για τη Μεγαλοβδομάδα, το Μυστήριο της Ανάστασης και την τελετουργική μεταφορά του επιταφίου: Ο «Επιτάφιος» εν τω νεκροταφείω (1903), Ο «Επιτάφιος» εν τω πτωχοκομείω (1909), Ο «Επιτάφιος» από της Ακροπόλεως (1912). Σε αυτό το τελευταίο αφήγημα, Μεγάλη Παρασκευή, χάρη σε μια ειδική άδεια, βρίσκεται μόνος στην Ακρόπολη, παρακολουθώντας από τον αρχαίο ναό τους επιταφίους των εκκλησιών που κινούνται σαν φωτεινοί δράκοντες στη σκοτεινή Αθήνα.

«Το σύνολον των κωδώνων ηχεί μονοτόνως· αι τέως σκοτειναί εκκλησίαι φωτίζονται από των λαμπάδων τας λάμψεις, και η συνήθης ερημία των πληρούται από του πλήθους την αθρόαν συρροήν, ενώ γοργόν ζωής και κινήσεως σφρίγος ανίσταται εις θανάτου πένθιμον τελετήν.

»Η συνείδησις του λαού, αλώβητος έτι από την λύμην της αθεΐας ή της δυσπιστίας το έλκος, κατανύσσεται από την αντίληψιν του θείου πάθους και μυστηρίου.

»Αίφνης επιμήκης φωτεινός δράκων, βραδέως σαλεύων τας ακτινοβόλους φολίδας αυτού, άρχεται κινούμενος εις της γης και της πόλεως το σκότος. Θα έλεγε τις, ότι ο Εριχθόνιος όφις, φυγών το εν τη Ακροπόλει ιερόν αυτού, όπερ δεν ανεγνώριζε πλέον, μετέστη και κατέστη της πόλεως εφέστιος.

»Μετά μικρόν νέος εφαίνεται δράκων, και άλλος έτι, και πλείονες μετ' ολίγον επιμήκως ή μαιανδρικώς φερόμενοι εις του σκότους τα στέρνα. Θυμιάματος άρωμα σκορπίζεται εις την φύσιν, και άχρις εμού, εκεί υψηλά, κομίζει χαλαρός άνεμος την γλυκείαν του λιβάνου απόπνοιαν».

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ