Εκκλησία

Οι παγίδες και τα θετικά σημεία για το μισθολογικό των κληρικών και τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας

“Ακόμα και εάν ο νομοθέτης μέσω της προτεινόμενης σύμβασης Εκκλησίας και Πολιτείας δικαιολογεί πλέον νομικά την μισθοδοσία ως «αφηρημένη αποζημίωση» προς την Εκκλησία, ο νέος αυτός χαρακτηρισμός δεν επιβάλλει επίσης ένα διαφορετικό μοντέλο μισθοδοσίας, δηλαδή παύση της απ' ευθείας μισθοδοσίας από το Δημόσιο και την ανάληψη της μισθοδοσίας από την Εκκλησία, έστω ονομαστικώς” ανέφερε για το μισθολογικό των κληρικών στην εισήγησή του στην Ιεραρχία ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής που συνδιαλέψθηκε με την κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα.

Σύμφωνα με τον Ιεράρχη “η de jure δέσμευση του Δημoσίου για μισθοδοσία οργανικών θέσεων από το 1945 και μέχρι σήμερα αφορά κατά την κείμενη νομοθεσία μόνο 6.000 όργανικές θέσεις για όλη την Επικράτεια, με τον Κανονισμό 2/1969 οι οργανικές θέσεις ορίζονται σε 8.000, αλλά χωρίς αυτός ο κανονισμός να δεσμεύη νομικά την Πολιτεία ειδικά ως προς το ζήτημα της μισθοδοσίας τους, καθώς δεν υπήρξε εκ μέρους του Κράτους αναθεώρηση του αν. νόμου 536/1945.

Ωστόσο, η Πολιτεία αποδέχεται de facto την μισθοδοσία για τις 8.000 θέσεις του Κανονισμού 2/1969 και για άλλες περαιτέρω θέσεις εφημερίων και υπαλλήλων (συνολικά μισθοδοτεί σχεδόν 9.000 θέσεις), που είναι σήμερα καλυμμένες. Επιπλέον, δεν έχει δοθή από την Πολιτεία νομοθετική εξουσιοδότηση στην Εκκλησία, ώστε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με κανονισμό Της να αναπροσαρμόση τον αριθμό των οργανικών της θέσεων (σήμερα υπηρετούν παραπάνω από τις 8.000 που προέβλεπε ο Κανονισμός 2/1969) και να προχωρήση στην κατανομή τους κατά Ιερά Μητρόπολη με οργανογράμματα”.

Σε άλλος σημείο θέτει το ερώτημα: “Αφού το ποσό μισθοδοσίας και ασφάλισης παραμένει το ίδιο, γιατί πρέπει να εμφανισθή ως διερχόμενο από το «ταμείο» της Εκκλησίας με την μορφή της «ετήσιας καταβολής» για να καταλήξη και πάλι εις χείρας του Δημοσίου, το οποίο αναλαμβάνει, μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής, το ίδιο ποσό, ώστε να διενεργήση την μισθοδοσία και ασφάλιση του προσωπικού της Εκκλησίας;”

Τα θετικά σημεία

Παραθέτοντας τα θετικά σημεία στο «προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας» τα χαρακτήρισε, “φαινομενικώς θετικά σημεία, με μερικούς προβληματισμούς” και τα έθεσε ως εξής:

“Το πρώτο σημείο που παρουσιάζεται ως θετικό είναι το ότι πρόκειται για μια «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, η οποία θα υποβληθή προς νομοθετική κύρωση»

Το δεύτερο σημείο που παρουσιάζεται ως θετικό είναι το ότι δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθή η αμφισβητούμενη περιουσία, από του 1952 και εντεύθεν .

Το τρίτο σημείο που επαινείται ως θετικό είναι ότι «αναγνωρίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους, ότι η Πολιτεία ανέλαβε από το 1945 την μισθοδοσία του Κλήρου ως ανταπόδοση για πλημμελώς αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας κατά το παρελθόν» (2.α), και εννοείται η εκκλησιαστική περιουσία από το 1833 έως το 1939.

Το τέταρτο σημείο που θεωρείται ως θετικό είναι ότι «νομοθετείται για πρώτη φορά αριθμός οργανικών θέσεων Κληρικών ίσος με τον αριθμό των σήμερα υπηρετούντων έμμισθων Κληρικών στην Εκκλησία της Ελλάδος. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζονται οι θέσεις Κληρικών και κατοχυρώνεται το μέλλον της στελέχωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος»”.

Για το νέο τρόπο μισθοδοσίας των Κληρικών που εισάγεται με το «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας» και τους σχετικούς κινδύνους σχολιάζει:

“Πρέπει να σημειωθή ότι στο «Προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας» εκτίθενται και οι κίνδυνοι της υφιστάμενης καταστάσεως ως προς την μισθοδοσία του κλήρου (2.2), ότι «δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένο ότι η εκ μέρους της Πολιτείας μισθοδοσία του κλήρου αποτελεί ανταπόδοση για παρελθούσες απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας» (2.2.1)∙ «παραμένει σε εκρεμότητα το ζήτημα της τακτοποίησης των οργανικών θέσεων των υπηρετούντων κληρικών» (2. 2.2)∙ «είναι έκθετη σε μελλοντικούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα οι περιορισμοί προσλήψεων με τον κανόνα 1:5 (μία πρόσληψη από πέντε αποχωρήσεις» (2.2.3)∙ «ο ακριβής αριθμός (και η κατανομή νέων χειροτονιών έμμισθων κληρικών κάθε χρόνο αποτελεί αποτέλεσμα κατ’ έτος διαπραγματεύσεως ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Εκκλησία της Ελλάδος» (2.2.4)∙ «ο αριθμός των κληρικών βαίνει σταθερά μειούμενος» (2.2.5)∙ «οι κληρικοί δεν υπάγονται ευθέως στις διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, αλλά μόνο στο μέτρο που ειδική διάταξη νόμου παραπέμπει σ’ αυτές» (2.2.6)∙ «η μονιμότητα των κληρικών δεν κατοχυρώνεται από το άρθρο 103 του Συντάγματος, αλλά από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (νόμος 590/1977 ΦΕΚ Α 146» και οι κληρικοί είναι «και θα συνεχίζουν να είναι μετά την εφαρμογή της προτεινομένης νομοθετικής ρύθμισης», «θρησκευτικοί λειτουργοί και υπάλληλοι του εκκλησιαστικού Ν.Π.Δ.Δ. στο οποίο ανήκουν, ιδιότητα διακριτή από αυτή του δημοσίου υπαλλήλου» (2.2.7).

Είναι δυνατόν να παρατηρηθή ότι υφίστανται μερικά φαινομενικά προβλήματα στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας, όπως οι οργανικές θέσεις, το οργανόγραμμα κατά Μητροπόλεις, η μη πρόσληψη νέων έμμισθων Κληρικών με τον περιορισμό των προσλήψεων κλπ., αλλά δεν μπορεί να παραγνωρισθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των υπηρετούντων Κληρικών με την ένταξή τους στο Μητρώο Μισθοδοτούμενων του Ελληνικού Δημοσίου, την μισθοδοσία μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής”.

Τα δεδομένα για την Ιεραρχία

Τέλος προκειμένου να καταθέσει η Επιτροπή της οποίας υπήρξε επικεφαλής μια πρόταση έθεσε τα κάτωθι δεδομένα.

“Πρώτον. Η Ιεραρχία της 16ης Νοεμβρίου 2018 απεφάσισε να συστηθή μια Επιτροπή διαλόγου με την Πολιτεία, η οποία θα συνεχίση τον διάλογο με την Πολιτεία «επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος», και ο «καρπός του διαλόγου» «θα υποβληθή στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελική έγκριση», αλλά συγχρόνως «να εμμείνη στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Δεύτερον. Ο διάλογος αυτός έγινε διεξοδικώς, η Επιτροπή μας ενέμεινε στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας. Όμως, η Πολιτεία δεν μας έδωσε το Νομοσχέδιο, όπως είχε υποσχεθή, παρά μόνον την αιτιολογική έκθεσή του. Και όπως φαίνεται σαφώς στο «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας», όλα τα θέματα, ήτοι η αποζημίωση της απαλλοτριωθείσης εκκλησιαστικής περιουσίας προ του 1939, οι οργανικές θέσεις των Κληρικών, ο τρόπος μισθοδοσίας τους και η αξιοποίηση της μετά το 1952 αμφισβητούμενης εκκλησιαστικής Περιουσίας, «θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της», δηλαδή με την αρχή του take it or leave it.

Κατόπιν τούτου και επειδή στο κείμενο της Πολιτείας περιεχόταν η πρόταση αλλαγής του καθεστώτος μισθοδοσίας, η Επιτροπή μας δεν μπορούσε να συνεχίση τον διάλογο ούτε για τα λοιπά σημεία του κειμένου. Γι’ αυτό αναφέρθηκε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ώστε το θέμα να παραπεμφθή στην Ιεραρχία ως το μόνο αποφασιστικό όργανο. Καταθέτει, λοιπόν, αυτήν την εντολή που έλαβε.

Τρίτον. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο που έκανε διάλογο με την Πολιτεία για τα ίδια θέματα που αφορούν τους Κληρικούς της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκαννήσου, δεν αποδέχθηκε το νέο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών που εκπροσωπεί. Και μάλιστα σε αυτό έχει σύμφωνη και την Εκκλησία της Ελλάδος.

Σε σύσκεψη που έγινε την 12η Φεβρουαρίου 2019 μεταξύ των δύο Αντιπροσωπειών, υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στο Μέγαρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «διαπιστώθηκε η απόλυτη σύμπνοια και ταύτιση απόψεων των δύο Εκκλησιών, τόσο επί των προτάσεων αναθεωρήσεως του Συντάγματος όσο και επί της διατηρήσεως του ισχύοντος καθεστώτος μισθοδοσίας του Ορθοδόξου Ιερού Κλήρου». Επομένως, η Εκκλησία της Ελλάδος έχει δεσμευθή εκ νέου και δεν μπορεί να αποστασιοποιηθή, ούτε μπορούμε να το αγνοήσουμε ή να παραθεωρήσουμε την από κοινού αυτή απόφαση.

Τέταρτον. Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος δεν επιθυμεί μεταβολή στο καθεστώς μισθοδοσίας και ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την απόφαση της Ιεραρχίας. Στο από 15-2-2019 κείμενό του γράφεται:

«Όσον αφορά το “σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας” που έδωσε (12/2/2019) στη δημοσιότητα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Είναι σχέδιο απαξίωσης του ιερού κλήρου και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικότερα... Ο ΙΣΚΕ βεβαίως εμμένει στις σταθερές αρχικές του θέσεις και ως προς το μισθολογικό καθεστώς του ιερού κλήρου και ως προς τα άλλα θέματα που περιλαμβάνονται στο απαράδεκτο και γι' αυτό απορριπτέο σχέδιο που έδωσε στη δημοσιότητα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας».

Πέμπτον. Στην Επιτροπή μας κατατέθηκαν προφορικώς και γραπτώς οι απόψεις των μελών της, όπως φαίνεται στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων, κατατέθησαν δε και λάβαμε υπ' όψιν τις τεκμηριωμένες απόψεις του Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο.

Κατόπιν όλων αυτών θεωρούμε ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως το ανώτατο Όργανο της Εκκλησίας, θα πρέπει να εξετάση όλα τα ανωτέρω, να εκτιμήση τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, κυρίως να μελετήση τις συνέπειες κάθε προτάσεως.

Στην συνέχεια θα αποφασίση στην βάση της από 7ης Δεκεμβρίου δηλώσεως που έκανε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά την συνάντησή του με τον Ιερό Συνδεσμο Κληρικών Ελλάδος: «η Ιεραρχία θα εγκρίνει, θα διορθώσει ή θα απορρίψει».

Οι Αρχιερείς μπορούν να ψηφίσουν με μυστική ψηφοφορία σε ψηφοδέλτιο που θα έχη τρεις στήλες, αποδεκτό, απορριπτικό, τροποποίηση. Σε περίπτωση που θα ψηφισθή η τρίτη λύση «τροποποίηση» θα πρέπη να ακολουθήση νέα συζήτηση για το ποιά σημεία είναι τροποποιητέα και ποιά Επιτροπή θα συνεχίση τον διάλογο”.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ένοπλες Συρράξεις 0

Έτοιμο να σπάσει το ουκρανικό μέτωπο-Forbes : Οι πανικόβλητοι Ουκρανοί διοικητές αναπτύσσουν ανεκπαίδευτες ταξιαρχίες στην μάχη

Η κατάσταση μέσα και γύρω από το Οχερέτινο και την Νοβομπαχμούτοβα είναι τραγική ενώ ρωσική 90η Τεθωρακισμένη μεραρχία...