Αρχείο

Μετά τις Πρέσπες το χάος: Σειρά έχει Αιγαίο και Κύπρος;

Η μία εθνική αποτυχία διαδέχεται την άλλα με τον κίνδυνο να αναλάβει η κυβέρνηση και το Κυπριακό να είναι ορατός. Επίσης, όπως φαίνεται, ο Ερντογάν έχει μεγάλες βλέψεις για το Αιγαίο.

Για να τύχει αντικειμενικής κριτικής μία διεθνής Συμφωνία, όπως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, πρέπει να γίνει κατανοητή η διαφορετική σημασία των όρων “δικαιοσύνη” και “διαμεσολάβηση”. Τούτο διότι η διαφορά αυτή οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ανάλογα με την αντίστοιχη εφαρμογή τους. Η επεξήγηση κρίνεται επιβεβλημένη, διότι μετά τις Πρέσπες, υπάρχουν πληροφορίες ότι στον προθάλαμο του Μαξίμου συνωστίζονται σχέδια για συμφωνίες στο Αιγαίο και στο Κυπριακό.

Με τον όρο “δικαιοσύνη” νοείται η προσπάθεια επίτευξης μιας ισορροπημένης συμφωνίας μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών, λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές δίκαιο, τόσο το εθιμικό όσο και το συμβατικό. Μία καλή και δίκαια συμφωνία χαίρει της αποδοχής του ορθά ενημερωμένου λαού. Σε αντίθεση με την δικαιοσύνη, αν επιλεγεί η μέθοδος της διαμεσολάβησης, τότε επιδιώκεται η πάση θυσία επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ των μερών, χωρίς να ενδιαφέρει εάν οι επί μέρους όροι είναι συμβατοί με το διεθνές δίκαιο, αλλά και σύμφωνοι με την επιθυμία της πλειοψηφίας του κάθε λαού.

Αξιοσημείωτο είναι ότι σε πανεπιστήμια διδάσκεται το μάθημα της διαμεσολάβησης. Οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές μαθαίνουν ότι βασική τους υποχρέωση είναι να εντοπίσουν το μέλος των αντισυμβαλλόμενων της συμφωνίας που είναι έτοιμο να κάνει υποχωρήσεις. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων πιέζεται ο υποχωρητικός συνομιλητής για να δοθούν περισσότερα δικαιώματα στον πλέον απαιτητικό. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η γεφύρωση των διαφορών των δύο πλευρών, ώστε να καταστεί δυνατή η υπογραφή της συμφωνίας. Όπως γίνεται αντιληπτό, η διαμεσολάβηση δεν έχει σχέση με την δικαιοσύνη.

Το πλέον υποχωρητικό μέλος στην περίπτωση των Πρεσπών η βούληση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ασύμβατη με την θέση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων ψηφοφόρων, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Και τούτο διότι υποχώρησε από εθνικές θέσεις δεκαετιών για λόγους που θα πρέπει η ίδια να εξηγήσει. Το λογότυπο, πάντως, «ήταν δίκαιο και έγινε πράξη» δεν έχει καμία σχέση με την Συμφωνία των Πρεσπών.

Συμπερασματικά, όταν συμφωνίες υπογράφονται από κυβερνήσεις που αδιαφορούν για τα «θέλω» της μεγάλης πλειονότητας του λαού τους είναι πιθανό να λειτουργήσουν σαν ωρολογιακές βόμβες. Στον απόηχο της Συμφωνίας των Πρεσπών η κυβέρνηση επιβεβαίωσε τον αυταρχισμό της, κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς το 70% των πολιτών που διαφωνούν με την Συμφωνία σαν εθνικιστές, αν όχι σαν ακροδεξιούς.

Συμφωνία και για το Κυπριακό;
Η υποχωρητικότητα, ως αποτέλεσμα ιδεοληψίας ή ανικανότητας για διαπραγμάτευση, έχει ανοίξει την όρεξη και της Τουρκίας. Οι πρόγονοί μας έλεγαν: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», έχοντας προφανώς στο μυαλό τους καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που σήμερα βιώνουμε στα εθνικά μας θέματα. Πρόκειται για καταστάσεις επικίνδυνες για το μέλλον της Ελλάδας.

Με τον εντοπισμό μεγάλης ποσότητας υδρογονανθράκων στο Γλαύκο του οικοπέδου 10 της κυπριακής ΑΟΖ και οι αποχρώσες ενδείξεις ύπαρξης ακόμα μεγαλύτερων κοιτασμάτων με βάση τις γεωλογικές δομές του υπεδάφους, άρχισε η σπέκουλα στα διεθνή ΜΜΕ. Το περίεργο είναι ότι τα εγχώρια ΜΜΕ τα αναμεταδίδουν χωρίς να τα κριτικάρουν. Για παράδειγμα, δημοσιεύτηκε σε αυστριακή εφημερίδα και αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα, η δήλωση του επικεφαλής του γερμανικού “Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ” στην Λευκωσία.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο κύριος αυτός δήλωσε: «τα ευρήματα φυσικού αερίου θα μπορούσαν να είναι ευλογία για την Κύπρο, υπό την έννοια ότι αυξάνεται η πίεση στη Λευκωσία να έρθει σε συμφωνία με το βόρειο τμήμα του νησιού, κάτι που μέχρι τώρα καθυστερούσε. Μία τέτοια συμφωνία χρειάζεται τώρα επειγόντως, τουλάχιστον για την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων». Και συνεχίζει ο Γερμανός: «είναι έντονη πλέον και η πίεση που ασκεί στη Λευκωσία η Ουάσιγκτον, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι θέλουν να αποσυρθούν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ από την Κύπρο στα μέσα του επόμενου έτους».

Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Γερμανός κατηγορεί την Λευκωσία για το αδιέξοδο στην εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Ξεχνάει τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την αποχώρησή τους από το νησί. Ξεχνάει ότι η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Ξεχνάει την πειρατική πρακτική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ξεχνάει ο Ερντογάν
Ξεχνάει το καθεστώς Ερντογάν που λειτουργεί στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας, στερώντας την ελευθερία στον τύπο και την δημόσια έκφραση. Ξεχνάει ακόμα και τους Γερμανούς δημοσιογράφους που φυλακίστηκαν ή απελάθηκαν γιατί έκαναν την δουλειά τους στην σημερινή Τουρκία. Ξεχνάει την αναθεωρητική Τουρκία που άμεσα και έμμεσα θέτει σε αμφισβήτηση τις διεθνείς συνθήκες που προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις είχαν αποδεχθεί και είχαν προσυπογράψει.

Βέβαια το “Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ” δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παίζει τον ρόλο τοποτηρητή, δηλαδή είναι μακρύ χέρι της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν ο σκοπός των δηλώσεων, γερμανικής προέλευσης, που προαναφέρθηκαν; Η λογική εξήγηση είναι να προλειάνει το έδαφος στο πλαίσιο προετοιμασίας της επερχόμενης διαμεσολάβησης. Για την επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό αυξάνουν την πίεση προς την πλευρά που έχει θεωρηθεί ότι είναι η πλέον υποχωρητική. Έτσι θα την εξαναγκάσουν να δεχθεί την μοιρασιά του εθνικού πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας με την αρπακτική Τουρκία, μέσω των Τουρκοκυπρίων.

Η Ελλάδα, ως εγγυήτρια δύναμη αλλά και μέλος της ΕΕ μαζί με την Κύπρο, επιβάλλεται να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος στην τουρκική επεκτατική πίεση. Το επικίνδυνο είναι ότι μετά την Συμφωνία των Πρεσπών και με αέρα μετακλητού πραματευτή, ο πρωθυπουργός πραγματοποίησε επίσκεψη στην Άγκυρα. Δεν γνωρίζουμε τι συζητήθηκε με τον Τούρκο νεοσουλτάνο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που δικαιολογούν έντονη ανησυχία. «Ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω».

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ