Εκκλησία της Ελλάδος

Μισθοδοσία των Ιερέων: Ο Ιερώνυμος Α΄ τους ανύψωσε και ο Ιερώνυμος Β’ τους κατέβασε

ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ

Ο Ιερώνυμος Α΄ τους ανύψωσε και ο Ιερώνυμος Β’ τους κατέβασε

(Πριν 50 χρόνια, Νοέμβριος 1968 ο Α’ τους έκανε δημ. υπαλλήλους και το Νοέμβριο 2018 ο Β’ τους καταντάει ζήτουλας)

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Στις 6 Νοεμβρίου είδε το φως μία κοινή ανακοίνωση Τσίπρα-Αρχιεπισκόπου που μιλούσε για “ιστορική συμφωνία μεταξύ Πολιτείας-Εκκλησίας”.

“Οι κληρικοί – έλεγε – δεν θα νοούνται στο εξής δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονταν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών”. Αλλά το Δημόσιο “θα καταβάλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων…”.

Ασφαλώς η ανακοίνωση υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Αρχιεπίσκοπος και πρωθυπουργός παζάρευαν στο παρασκήνιο τη ζωή και την αξιοπρέπεια αθώων ανθρώπων. Οι μυστικές διαβουλεύσεις κράτησαν τρία χρόνια (ομολογία Ιερωνύμου) χωρίς να το γνωρίζει κανείς, ούτε και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Φαίνεται η “ιερή” αυτή συμφωνία εντάσσεται σε ένα πολύ επικίνδυνο και ανήθικο προεκλογικό σχέδιο, δεδομένου ότι το καμουφλάζ, πως οι κληρικοί δε θα χάσουν το μισθό τους, τους μεν υποβιβάζει, αφήνοντάς τους στην αβεβαιότητα, τους δε 10.000 νέους δημοσίους υπαλλήλους που πρόκειται να προσλάβει στις θέσεις των απομακρυνομένων κατατάσσει στους προνομιούχους μόνο και μόνο για λόγους ψηφοθηρικούς.

Μετά την γενική κατακραυγή ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω, μιλώντας για “πρόθεση συμφωνίας”, ώστε να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν. Αντίθετα η κυβέρνηση τράβηξε το δικό της δρόμο, δηλώνοντας ότι: «Η Ελληνική Κυβέρνηση θα προχωρήσει άμεσα στην εκπόνηση Σχεδίου Νόμου, στο πλαίσιο του Κοινού Ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου, που αποτελεί ένα ιστορικό βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους… Το δε καθεστώς της μισθοδοσίας των εκκλησιαστικών λειτουργών, αποτελεί – σε κάθε περίπτωση – ευθύνη και απόφαση της Πολιτείας».

Ο κ. Τσίπρας εδώ προσπάθησε να εμφανιστεί ως ο ηγέτης που “λύνει προβλήματα” (Μακεδονικό, αντιρατσιστικό, αναγνώριση ταυτότητας, φύλου, θρησκευτικά στα σχολεία κ.ά.) με την υποστήριξη βέβαια του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, που, παρ’ ότι κατά καιρούς απειλούσε ότι, “όποιος τα έβαλε με την Ορθοδοξία, έχασε”, πάντα όμως μετά φορμαρίζονταν στο καλούπι της εκατέρωθεν κυβίστησης!

Τούτη την ώρα ο αρχιεπίσκοπος φαίνεται ότι έχασε το παιχνίδι και βάλετε από παντού – Πατριαρχείο, Μητροπολίτες, Ιερείς, κόμματα… – , σχοινοβατεί και δεν ξέρει από ποια μεριά να πέσει.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Θα εμφανίσουμε με αδρές πινελιές το “καυτό” θέμα «μισθοδοσία των κληρικών», καθώς και το πότε και πως ανέλαβε η Πολιτεία την μισθοδοσία και την ασφάλεια των ιερέων ώστε να διορθώσουμε τα “εν γνώσει ή εν αγνοία” σφάλματα και παραλείψεις, προκειμένου να τα θυμηθούν οι παλαιοί και να τα μάθουν σωστά οι νεώτεροι.

Η ιστορία αρχίζει από το 1833 (18 Ιανουαρίου) όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας που με ένα βασιλικό διάταγμα διέλυσε περίπου 400 μοναστήρια, και η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο, όπως και όλες οι περιουσίες των ενοριακών ναών. Στη συνέχεια, με Βασιλικό διάταγμα 25/9/1833 ίδρυσε το “Εκκλησιαστικό Ταμείο διαχείρισης της δημευθείσας περιουσίας των μοναστηρίων”, οι δε χιλιάδες κληρικοί αμείβονταν από τους πιστούς σε είδος.

Το 1843 (29 Απριλίου) με άλλο Διάταγμα όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση: «της αποκλειστικής βελτίωσης του κλήρου…».

Το 1909 ιδρύθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με σκοπό, μεταξύ άλλων, και την μισθοδοσία των αρχιερέων από την περιουσία των μοναστηρίων, ενώ για πρώτη φορά έχουμε τον νόμο 3596/1910 που ορίζει, οι Ιερείς, ψάλτες και διάκονοι να πληρώνονται από τα έσοδα του ενοριακού ναού.

Το καθεστώς αλλάζει το 1921 με τον νόμο 2677 που όριζε, ότι, οι ενορίες υποχρεωτικά να καταθέτουν τα χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο προκειμένου να γίνεται η πληρωμή των κληρικών. Είχαμε και άλλες παρεμβάσεις στην πορεία, ώσπου το 1930 ψηφίστηκε ο Νόμος 4684 και ιδρύεται ο Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) όπου ανέλαβε να μισθοδοτεί όλους τους κληρικούς με πόρους από εκποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Και αυτός ο τρόπος πληρωμής των κληρικών κατάρρευσε σε ένα χρόνο. Έτσι με τον Νόμο 5148/1931 την μισθοδοσία την ανέλαβε το Ταμείο Ασφάλισης Κληρικών (ΤΑΚΕ) με έσοδα από τους ναούς, την εκποίηση μοναστηριακής περιουσίας και δωρεές. Και ένα χρόνο αργότερα, άλλαξε πάλι η νομοθεσία, και η μισθοδοσία επανήλθε να γίνεται από τις ενορίες με το Νόμο 5439/1932.

Αυτό κράτησε έως το 1945 όπου εκδόθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 536/1945 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης”. Από την 1 Οκτωβρίου 1945 σταμάτησαν να πληρώνουν τους Ιερείς οι Ενορίες και αναλάμβανε η Πολιτεία με την συμφωνία ότι ο κάθε ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στο Δημόσιο Ταμείο.

Το 1952 έχουμε νέα παρέμβαση της Πολιτείας (κυβέρνηση Πλαστήρα) με το Β.Δ. «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων» (26.9/8.10.1952 – ΦΕΚ 299 Α΄) που υποχρέωνε την Εκκλησία να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των Βοσκοτόπων. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών να γίνεται από τον κρατικό Προϋπολογισμό, χωρίς την κατάργηση του 25% της καταβολής ανά τρίμηνο στο Δημόσιο Ταμείο από τους ναούς.

Οι μισθοί που έπαιρναν οι ιερείς ήταν εξευτελιστικοί, μισθοί “πείνας”. Ο Τύπος της εποχής με άρθρα και πηχυαίους τίτλους διατραγωδούσε την κατάσταση: «Ιερείς με μισθούς πείνας, 722 δραχμάς το μήνα…», «Οι Ιερείς αμείβονται σε είδος…», «Το άλυτον πρόβλημα του εφημεριακού κλήρου», «Η φιλανθρωπία των ενοριτών για να ζήση και αυτός και η οικογένειά του…», «Δεν τιμά την Κυβέρνησιν τοιαύτη τακτική έναντι του Κλήρου», «Με αποδοχάς ολίγων εκατονταδράχμων μηνιαίως… οι ιερείς, οι πλείστοι των οποίων τυγχάνουν προστάται πολυμελών οικογενειών, δυστυχούν».

Η εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ” έγραψε: «Πριν ισχύσει ο νόμος 536, περίπου 2.500 ιερείς αμείβονταν σε είδος και 3.000 περίπου, σύμφωνα με την επίσημη έκθεση της Συνοδικής Επιτροπής, έπαιρναν σαν μηνιαίο μισθό 100-500 δραχμές, κρεμώντας δηλαδή τη ζωή τους και την υπόσταση της οικογένειάς τους από την ευφορία των καρπών της Γης, την καλή διάθεση των ενοριτών και την γενναιοδωρία των επιτρόπων, οι οποίοι τους καταντούσαν υποτελείς και υποχειρίους…» (“ΕΘΝΟΣ” 19-1-1959).

«… Ότι ιερείς – έγραφε – εργάζονται εις τους δρόμους και σπάζουν πέτρες ή εργάζονται εις τα μεταλλεία ή εις κοπάδια ως βοσκοί, δια να κατορθώσουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην…» (“ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, 8-10-1960).

«Οι Ιερείς καλούνται να μιμηθούν τον Ιώβ. Δηλαδή να κάνουν υπομονήν δια την λύσιν του εφημεριακού των προβλήματος… Η Κυβέρνησις το αφήνει να “σιτέψει”… πως δεν αντιλαμβάνεται, ότι η προϊούσα εξαθλίωσις του κλήρου, ιδία της υπαίθρου, ενδέχεται να έχη πάρα πολύ δυσάρεστα επακόλουθα…» (“ΕΘΝΟΣ” 13-10-1962).

Είμαστε στους τελευταίους μήνες του 1966 και η Ι. Σύνοδος εξέδωσε ανακοίνωση: «Η Ιερά Σύνοδος συνεζήτησεν εκ νέου το θέμα… η Κυβέρνησιςεγνώρισεν εις την Εκκλησίαν, ότι μελετά την περίπτωσιν… πλην όμως εκφράζονται πολλαίαμφιβολίαι περί της πραγματοποιήσεώς της…».

Αναφερθήκαμε σε τρία δημοσιεύματα – από τα πολλά – και σε διάφορες χρονικές περιόδους για να δείξουμε την τραγική κατάσταση που ζούσαν οι ιερείς περί τα εκατόν πενήντα χρόνια. Και θα κλείσουμε με ένα μικρό απόσπασμα του ευθυμογράφου Δημ. Ψαθά στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” και στην στήλη του «ΕΥΘΥΜΑ και ΣΟΒΑΡΑ» που ανέφέρε με σκληρή γλώσσα, ό,τι ακριβώς πάει να γίνει και τώρα, δηλαδή το “επίδομα” (οι μισθοί των Ιερέων) να δίνεται στις μητροπόλεις, και ο κάθε δεσπότης θα το μοιράζει κατά το δοκούν: «Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου – έγραφε – που εξαρτάται από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτή τη τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε στις χονδρές κοιλίες τους, οι άγιοι φεουδάρχαι;…».

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εκατόν πενήντα χρόνια στέναζε η ιερατική οικογένεια κάτω από την άστοργη κηδεμονία του κράτους, και η ηγεσία της Εκκλησίας σφύριζε αδιάφορη!

Στην αρχιεπισκοπική καθέδρα στις 17 Μαΐου 1967 ανεβαίνει ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης ο οποίος δεν ήταν ηγέτης των τελετών, αλλ’ “ο κριός ο επίσημος, ο φερόμενος εις σφαγήν”. Δεν οργάνωνε εμφανίσεις μεγαλοπρεπείς και δαπανηρές δεξιώσεις, αλλά από την πρώτη στιγμή ρίχθηκε στη δουλειά, σαν να ήταν ο τελευταίος εργάτης, απομόνωσε τα μείζονα θέματα και προχώρησε - χωρίς να φοβηθεί τις αντιδράσεις- για να βρει λύσεις και να τις εφαρμόσει.

Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα ήταν το “εφημεριακό μισθολόγιο”, για το οποίο αγωνίστηκε σκληρά, κουράστηκε, αλλά δεν έχασε την υπομονή του, ούτε υποβάθμισε την επιμονή του. Και το πέτυχε!

Ένα χρόνο κράτησαν περίπου οι συζητήσεις ενώ διαβουλεύσεις ήταν πολλές και επίπονες. Χάρις όμως στο προσωπικό ενδιαφέρον του ιδίου του Αρχιεπισκόπου ήρθε το ποθούμενο και στις 24 Ιουλίου 1968 δημοσιεύεται ο αναγκαστικός νόμος 469/1968 (ΦΕΚ Α΄ 162/1968) «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος» όπου οι Ιερείς εντάσσονται πλέον εις το υπαλληλικόν μισθολόγιο και τους παρείχε βαθμολογική και μισθολογική προαγωγή και εξέλιξη. Είχαν τώρα την δυνατότητα να προάγονται μέχρι τον Β΄ βαθμό της δημοσιοϋπαλληλικής μισθολογικής κλίμακος, φθάνοντας μέχρι του Διευθυντού Α΄ και αναλόγως να βελτιώνονται οι αποδοχές τους ενώ συγχρόνως έπαιρναν και τα σχετικά επιδόματα.

Οι συντάξεις, με το νέο μισθολόγιο, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και η υγειονομική περίθαλψίς τους ρυθμίστηκε με τον Α.Ν. 137/1967, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα των Δημοσίων Υπαλλήλων, δίδοντάς τους πλέον τη δυνατότητα να έχουν Νοσοκομειακή περίθαλψη όλων των κατηγοριών, ξεκολλώντας από την μέχρι τότε τρίτη θέση.

Μέχρι την εποχή εκείνη (1967) οι ιερείς ήταν καταδικασμένοι σε μισθό πείνας. Ο Ιερέας 4ης κατηγορίας έπαιρνε μισθό 722 δραχμές το μήνα και ο πτυχιούχος 1ης κατηγορίας – από την ημέρα της χειροτονίας μέχρι που έβγαινε στην σύνταξη έπαιρνε δύο χιλιάδες δραχμές το μήνα δίχως επιδόματα, προαγωγές και αυξήσεις. Όλα αυτά (Ιούλιος 1968) αμέσως διπλασιάστηκαν.

Οι συντάξεις (31-12-1066) της 4ης κατηγορίας, μαζί με τα επιδόματα των εορτών ήταν 925 δρχ., ενώ στις 31-12-1971 με το νέο υπολογισμό έφθασαν 3.287 δρχ. και της 1ης κατηγορίας από 2003 δρχ. έφθασε 5.597 δρχ.

Τα εφ’ άπαξ, με την αποχώρηση της ενεργούς υπηρεσίας, κατά μέσο όρο. τον Μάιο του 1967 ήταν 40.000 δρχ., ενώ την 31-12-1971 έφθασε 166.000 δρχ.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έκανε έναν τιτάνιο αγώνα, ώστε, το όνειρο, που γενιές λειτουργών του Υψίστου το θεωρούσαν άπιαστο, να γίνει πραγματικότητα. Έκτοτε ζούσαν αξιοπρεπώς χωρίς να απλώνουν χέρι επαιτείας στους εκκλησιαζόμενους. Κάποιοι, από το χώρο της άρνησης, της στρατευμένης ή ρυμουλκούμενης “Εκκλησίας” της αθεΐας, θέλησαν – και στα χρόνια, που ζούσε και στα κατοπινά – να αμαυρώσουν το έργο και την ανυστερόβουλη προσφορά του.

Τώρα, που ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) είναι “χθες”, είναι παρελθόν, οι άνθρωποι της Εκκλησίας φοβούνται ή ντρέπονται, ακόμα και σήμερα – μετά από 30 χρόνια, από την κοίμησή του – να ομολογήσουν ότι ήταν έργο Ιερωνύμου, καθώς και η ακίνητη περιουσία, το κτηματολόγιο – που είχε ετοιμάσει πριν 50 χρόνια που θα αναφερθούμε προσεχώς – και το μισθολόγιο των κληρικών.

Παρατηρώντας έκτοτε την εν γένει συμπεριφορά των ευεργετηθέντων, άμεσα ή έμμεσα, θα περιμέναμε – τουλάχιστον την ομολογία και αναγνώριση της θυσίας αυτού του ανθρώπου και όχι την πλήρη και συστηματική απάλειψη της ύπαρξής του από την ελληνική και εκκλησιαστική ιστορία ακόμη κι αυτού του ονόματός του. Ας μη ξεχνούν ότι «γέροντα μοιχό, φτωχό υπερήφανο και αγνώμονα ευεργετηθέντα βδελύσσεται ο Θεός».

Και σαν άλλος Ισραήλ «φάγατε, χορτάσατε και κλωτσήσατε…» (Δευτ. λβ΄15).

Το μόνο ‘‘παρήγορο’’ είναι ότι μετά από 30 χρόνια βρέθηκε για πρώτη φορά μητρόπολη να τελέσει κάποιο μνημόσυνο. Για το τεράστιο έργο του όμως... τσιμουδιά.

Αλλά ας αφήσουμε τον άγιο Νεκτάριο να μας παρηγορήσει λέγοντας: «Ο αγνώμων ούτε το Θεό αγαπάει. Και αν τον ευεργέτη του που βλέπει δεν αγαπάει, πώς θα αγαπήσει το Θεό που δεν βλέπει;».

Δημοσιεύτηκε εφημ. "Αγώνας" μηνός Νοεμβρίου

Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος

π. Ιγνάτιος Μαδενλίδης (επίσκοπος Πενταπόλεως)

(Όπου περπάτησες – μακαριστέ π. Ιγνάτιε – οι δρόμοι δακρύζουν

γιατί τα βήματά σου έγραψαν κατά Θεόν ιστορία).

Σαν προχθές ήταν όταν το 1981 ο π. Ιγνάτιος άκουσε τη φωνή του Κυρίου που τον καλούσε να πορευθεί στην Αφρική για να μεταδώση το φως του Ευαγγελίου. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και το Πνεύμα το άγιο τον οδήγησε στους αρτιγέννητους αφρικανούς αδελφούς, που βρίσκονταν «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενοι».

Πιάνω το χαρτί να γράψω δύο φτωχά λόγια, μα το μολύβι στέκει μετέωρο, ανήμπορο να σχηματίσει μια σκέψη. Και είναι φυσικό γιατί ό,τι και αν πούμε, θα είναι μικρό και ασήμαντο μπροστά στο εύρος της χαρισματικής φυσιογνωμίας του. Στο πρόσωπό του συναντούσες σαρκωμένους τους λόγους της Γραφής. Πορεύθηκε σαν άλλος απόστολος Παύλος σε χώρες δύσκολες μορφωτικά και πνευματικά. Σε χώρες όπου επικρατούσε ο μωαμεθανισμός, οι μάγοι, οι γκουρού και διάφορες πανάρχαιες δεισιδαιμονίες. Σε έναν τέτοιο κόσμο εργάστηκε ακαταπόνητα, με αποστολικό φρόνημα και νεανικό ζήλο, παρά την προχωρημένη ηλικία του.

Ίδρυσε νέες κοινότητες Ορθοδόξων σε διάφορα μέρη της αχανούς αυτής αφρικανικής ηπείρου, έκανε γεωτρήσεις, δημιούργησε φάρμες, κατασκεύασε σχολεία, κατήρτισε κατηχητές, ανοικοδόμησε δεκάδες ναούς, χειροτόνησε σαν αρχιερέας δεκάδες ιερείς, βάπτισε περί τους 200.000 αφρικανούς, έστησε τέσσερεις ραδιοφωνικούς σταθμούς σε διάφορες περιοχές για να ακούγεται ο λόγος του Θεού σε κάθε γωνιά αυτής της ηπείρου. Αλλά και το ιατρείο, “το Άγιο Πνεύμα” συντέλεσε άμεσα στην εξυπηρέτηση χιλιάδων ασθενών και πονεμένων ανθρώπων αδιακρίτως θρησκεύματος και κοινωνικής τάξης για να βρουν την υγεία τους. Σπουδαίο έργο του είναι ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου στην Κανάγκα – ονομάστηκε η αγία Σοφία της αφρικανικής Ηπείρου.

Το σημαντικότερο έργο και καμάρι της ιεραποστολής είναι το πρώτο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο της Αφρικής στην Κινσάσα, ένα κτηριακό συγκρότημαπου περιλαμβάνει και: θεολογική σχολή, οικοτροφείο των φοιτητών, κοιτώνες διαμονής, επίσημη αίθουσα εκδηλώσεων, σύστημα τηλεδιδασκαλίας κ.ά. Στο κέντρο του συγκροτήματος δεσπόζει ο περικαλλής βυζαντινός ναός του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, που κτίσθηκε με χρήματα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου όρους.

Για όλο αυτό το τεράστιο συγκρότημα, πρωτόγνωρο για αυτά τα μέρη, δαπανήθηκαν περί τα 2,5 εκατ. δολάρια. «Ούτε που ξέρω πως βρέθηκαν – δήλωσε ο π. Ιγνάτιος στο “PontosNews” – ούτεπώς δαπανήθηκαν. Εγώ ήμουν εκεί πέρα ολημερίς, να συναγωνίζομαι τους κτίστες και λοιπούς».

Ο μακαριστός άγιος μητροπολίτης π. Ιγνάτιος διαχειρίστηκε όλη του την ιεραποστολική περίοδο ΠΟΛΛΑ χρήματα – ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ – αλλά έμεινε άθικτος, ανεπηρέαστος τόσο από το αξίωμα όσο και από τον “μαμωνά”. Παρέμεινε ένας απλός, φτωχός μοναχός, ταπεινός, ήπιος, διακριτικός, καταδεκτικός, γλυκύς και φιλικός με όλους, ένας ταπεινός δούλος και αφοσιωμένος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού.

Αυτόν τον χαρισματικό εργάτη του Θεού είδε ο κόσμος και τον εμπιστεύθηκε. Χωρίς δισταγμό πρόσφερε γενναιόδωρα τον οβολόν του ώστε να γίνει αυτό το τεράστιο σε εύρος έργο που δεν έχει προηγούμενο.

Το ετήσιο μνημόσυνο, που πραγματοποίησε την 18/11/18 στον ιερό ναό αγίου Νικολάου η αδελφότητα “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ” (ΓΕΧΑ), τελέσθηκε μετά την αρχιερατική θεία λειτουργία από τον νέο μητροπολίτη κ. Ιερώνυμο.

Η εφημερίδα μας και οι Αγωνιζόμενοι, επιθυμώντας, έστω και κατά πενιχρό τρόπο, να αποδώσουν το οφειλόμενο χρέος στον άνθρωπο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη θεολογία της τριπλής αγάπης, προσήλθαν στο ναό και προσευχήθηκαν με θέρμη να τον κατατάξει ο Θεός μεταξύ των αγίων μεγάλων ιεραποστόλων.

Η τριπλή αγάπη του ήταν:

Την αγάπη στο Θεό, που αγάπησε εν Χριστώ Ιησού.
Η αγάπη στον συνάνθρωπο – την ζωντανή εικόνα του Θεού – που την έδωσε πλούσια για την σωτηρία ψυχών στη Λάρισα, που διακόνησε για μια 36ετία. Αλλά προπάντων στην Αφρική, όπου πορεύθηκε, μαθήτευσε πάντα τα έθνη, βάπτισε αυτούς “εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος” και δίδαξε να τηρούν όλα όσα τους έμαθε: (Ματθ. 28, 19-20).
Η αγάπη στον πνευματικό πατέρα του (μας), τον οσιομάρτυρα π. Θεολόγο, που τον υπηρέτησε όλα τα δύσκολα χρόνια μέχρι την κοίμησή του.

Δημοσιεύτηκε εφημ. "Αγώνας" μηνός Νοεμβρίου

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ