Κοινωνία

Ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού: Το παράδειγμα των άλλων χωρών και οι δυσκολίες εφαρμογής

Καθώς η συζήτηση για το δικαίωμα ψήφου των ομογενών και των Ελλήνων κατοίκων εξωτερικού αναθερμαίνεται, η πληθώρα πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες αρκούν για να φέρουν το πολιτικό προσωπικό και τους πολίτες αντιμέτωπους με μια μάλλον άβολη αλήθεια: ένα γενικόλογο «υπέρ» ή «κατά» δεν αρκεί για να λυθεί αυτή η χρόνια εκκρεμότητα.

Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 51, παρ. 4, ορίζει: «Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια».

Η απαίτηση αυξημένης πλειοψηφίας έχει συμβάλει ώστε η σχετική ρύθμιση να εκκρεμεί, παρότι τυπικά το δικαίωμα ψήφου το έχει κάθε Έλληνας όπου κι αν κατοικεί, όπως φροντίζει να μας επισημάνει ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης, επίκουρος καθηγητής τού Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

«Το εκλογικό δικαίωμα το αποκτά κάθε Έλληνας πολίτης από τη στιγμή που συμπληρώνει το [ανάλογο] ηλικιακό όριο —18 παλαιότερα, 17 σήμερα— και δεν αποκλείεται [από το δικαίωμα] εξαιτίας του ότι κατοικεί στο εξωτερικό. Άρα δεν είναι ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που είναι αποκλεισμένο και συζητούμε τη δυνατότητά του να επανεγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Η ουσία είναι αν θα υπάρχουν τεχνικές μέθοδοι διευκόλυνσης της συμμετοχής του. Γιατί συζητούμε για το δικαίωμα των ομογενών ωσάν να μην το έχουν, ενώ τυπικά το έχουν. Απλώς πρέπει να έρθουν στο χωριό, στην πόλη τους για να το ασκήσουν. Άρα είναι λανθασμένο να μιλάμε για δικαίωμα. Το ορθό είναι να μιλάμε για διευκόλυνση άσκησης του δικαιώματος».

Το δύσκολο ερώτημα που πρέπει το πολιτικό σύστημα να απαντήσει, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινίδη, είναι «το κατά πόσον άνθρωποι οι οποίοι δεν ζουν στη χώρα, δηλαδή έχουν φύγει απ' αυτήν εδώ και πάρα πολλά χρόνια ή δεν έχουν πλέον ουσιαστικό ενδιαφέρον —έστω και πολιτικό ενδιαφέρον— θα πρέπει να εμπλέκονται σε μια διαδικασία επιλογής της κυβέρνησης που θα κυβερνά τους ανθρώπους που μένουν εδώ».

Στο σημείο αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμη η εμπειρία άλλων χωρών οι οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν στο ίδιο ερώτημα. «Υπάρχουν χώρες που θέτουν περιορισμούς στη διάρκεια απουσίας από τη χώρα. Δηλαδή άμα λείπεις 30 χρόνια, είναι μάλλον πολλά για να λογίζεσαι πια ως ένας άνθρωπος που θα πρέπει να έχει λόγο για το τι γίνεται στη χώρα», σημειώνει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Πώς έχουν ρυθμίσει, λοιπόν, το εν λόγω ζήτημα άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Την πληθώρα συστημάτων Ευρωπαϊκών και μη χωρών στη διευκόλυνση ψήφου κατοίκων του εξωτερικού επιβεβαιώνει και η «Επιτροπή της Βενετίας» του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη Μελέτη No. 580/2010. Τη μελέτη επικαλείται άλλωστε και έκθεση τής Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) που ασχολείται με το ίδιο θέμα και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2017.

Μιλήσαμε με τον πρόεδρο της ΕΕΔΑ, Γεώργιο Σταυρόπουλο, ο οποίος μας εξήγησε: «Δεν υπάρχει μία ενιαία αντιμετώπιση από τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, ταυτόχρονα όμως γενική αρχή είναι ότι πρέπει να ψηφίζουν οι εκτός επικρατείας. Η αρχή η οποία δίδεται είναι υπέρ του να ασκείται το δικαίωμα του ψήφου. Από κει και πέρα, όμως, διαφοροποιούνται οι τρόποι ανά κράτος: Δηλαδή σε άλλες περιπτώσεις από τις νομοθεσίες των κρατών βλέπουμε ότι έχουν το δικαίωμα οι πολίτες τους να ψηφίζουν στα προξενεία αυτοπροσώπως, σε άλλες περιπτώσεις έχουμε την επιστολή ψήφο, σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει η ηλεκτρονική ψήφος. Πάντως η γενική αρχή είναι ότι δικαίωμα πρέπει να αναγνωρίζεται και να ασκείται και η χώρα μας είναι από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη που δεν έχει ενεργοποιήσει τη διαδικασία μονολότι το ελληνικό σύνταγμα προβλέπει την έκδοση ειδικού νόμου που θα ορίσει τις λεπτομέρειες».

Από την «25ετία» της Γερμανίας μέχρι την ανά έτος ανανέωση δικαιώματος της Αυστραλίας

«Η Γερμανία απαιτεί να μη λείπεις από τη χώρα πάνω από 25 χρόνια. Εάν είσαι εντός των 25 ετών, τότε έχεις δικαίωμα να μετέχεις στις βουλευτικές εκλογές και τις ευρωεκλογές», εξηγεί ο κ. Κωνσταντινίδης. Στη Γερμανία ενδέχεται, ωστόσο, να διατηρείς το δικαίωμα ψήφου και μετά την 25ετία: «Υπάρχει μια συγκεκριμένη πρόταση στον γερμανικό εκλογικό νόμο που γράφει περιγραφικά ότι [ο πολίτης] θα πρέπει να έχει κοντινή, προσωπική και ευθεία σχέση με τη γερμανική πολιτική ή να δέχεται επιδράσεις από τις αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Αυτό είναι δύσκολο να αποδειχτεί, εκτός π.χ. εάν φορολογείται, όποτε εκεί εικάζω ότι είναι εμφανές πως επηρεάζεται. Άρα και να χρησιμοποιήσεις έναν χρονικό περιορισμό όπως οι Γερμανοί, μετά τα 25 χρόνια, πάλι είναι υπό συζήτηση [το δικαίωμα ψήφου]. Γιατί μπορεί να λήξουν τα 25 χρόνια, αλλά να έχεις μια ευθεία σχέση με τη χώρα».

«Στην Αυστρία ζητείται από τους πολίτες που ζουν στο εξωτερικό να επανεγγράφονται κάθε 10 χρόνια», σημειώνει ο ίδιος, πριν αναφερθεί στο παράδειγμα άλλης χώρας που χρονικοί περιορισμοί δεν ισχύουν: «Η Γαλλία δεν προβλέπει περιορισμό ως προς τον χρόνο. Δηλαδή οπουδήποτε κι αν είσαι, εάν είσαι πολίτης της Γαλλίας, μπορείς να ψηφίζεις στις βουλευτικές ή στις προεδρικές εκλογές».

Δεν είναι βέβαια μόνο η Γαλλία που δε θέτει καμία απολύτως χρονική προϋπόθεση ως προς την παραμονή ή απουσία από τη χώρα καταγωγής, καθώς το ίδιο προβλέπεται στις εκλογικές νομοθεσίες πολλών χωρών όπως αυτές των: Βελγίου, Βουλγαρίας, Τσεχίας, Κροατίας, Εσθονίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας, Ολλανδίας, Πολωνίας, Πορτογαλίας, Ρωσίας, Ισπανίας, Σουηδίας, Ελβετίας, κ.α. σύμφωνα με τη μελέτη της «Επιτροπής της Βενετίας».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της Αγγλίας, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη πρόταση αναθεώρησης του ισχύοντος συστήματος. Μέχρι σήμερα, Βρετανοί πολίτες, κάτοικοι του εξωτερικού, μπορούν να ψηφίζουν (με επιστολική ψήφο ή μέσω πληρεξουσίου) για 15 χρόνια στην εκλογική περιφέρεια που είχαν εγγραφεί για τελευταία φορά. Εάν όταν έφυγαν από τη χώρα, ήταν κάτω των 18 ετών, μπορούν να ψηφίζουν εφόσον ο γονιός ή ο κηδεμόνας είχε εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Νομοσχέδιο που βρίσκεται σε διαβούλευση, προβλέπει την κατάργηση του ορίου των 15 χρόνων, χωρίς όμως τα τεχνικά προβλήματα να απουσιάζουν.

Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Αυστραλίας, όπου ο πολίτης δε χάνει το δικαίωμα να ψηφίζει στο εξωτερικό αν μια φορά τον χρόνο επιστρέφει στη χώρα, ενώ απώλεια του δικαιώματος προβλέπεται μετά από έξι χρόνια.

Η προαναφερθείσα μελέτη της «Επιτροπής της Βενετίας» παρουσιάζει την κατάσταση σε 57 κράτη. Από τα αυτά, μόλις τα 12 είτε δεν έχουν υιοθετήσει σχετικό νόμο για το δικαίωμα ψήφου των εκτός Επικρατείας πολιτών τους, είτε ο κύκλος των δικαιούχων του δικαιώματος είναι πολύ μικρός. Τα κράτη αυτά είναι: Αλβανία, Αρμενία, Χιλή, Κύπρος, Ιρλανδία, Ισραήλ, Μάλτα, Μαυροβούνιο, Σαν Μαρίνο, Τουρκία και Ελλάδα.

Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι διαφοροποιήσεις στα συστήματα που εφαρμόζουν άλλες χώρες δεν παρατηρούνται μόνο ως προς τυχόν χρονικούς περιορισμούς, αλλά και ως προς τη μέθοδο ψηφοφορίας (π.χ. αυτοπρόσωπη ψήφος σε πρεσβείες και προξενεία, επιστολή ψήφος ή ηλεκτρονική ψήφος), το είδος των εκλογών (π.χ. βουλευτικές, δημοψηφίσματα) καθώς και το τι τελικά ψηφίζουν οι εκτός επικράτειας εκλογείς (π.χ. για ορισμένο αριθμό βουλευτών, για υποψηφίους της περιφέρειας στην οποία άνηκαν πριν φύγουν).

Κατόπιν αυτών, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα πρέπει να περιλαμβάνει ένας αντίστοιχος ελληνικός νόμος, όποτε κι αν τελικά ψηφιστεί; Ποιες προβλέψεις θα όφειλε να λάβει υπόψη του ο νομοθέτης και ποια ζητήματα να ρυθμίσει;

«Η 25ετια που λένε οι Γερμανοί είναι όντως ένα μεγάλο διάστημα. Γενικά τι θέλεις να αποκλείσεις, εάν πράγματι θες να αποκλείσεις; Θες να αποκλείσεις ανθρώπους που έχουν καταγωγή ελληνική, αλλά στην ουσία έχουν ζήσει τη ζωή τους αλλού. Αντιθέτως, ανθρώπους που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης και αυτοί φαίνεται να είναι νέοι μετανάστες και να είναι ένα μαζικό κύμα, δεν δικαιούσαι βάσιμα να τους αποκλείσεις και εκεί είναι το μεγάλο ζήτημα της τρέχουσας επικαιρότητας: Το εάν θες ή όχι να διευκολύνεις τους εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν φύγει τα τελευταία οκτώ χρόνια να έχουν πολιτική άποψη, καθώς η απόφασή τους ήταν συνέπεια των πολιτικών επιλογών και άρα προφανώς πρέπει να έχουν λόγο. [Ένας νόμος] θα πρέπει δηλαδή να διαχωρίζει αυτούς που αντιμετωπίζουν τη χώρα μόνο νοσταλγικά απ' αυτούς που αντιμετωπίζουν τη χώρα ως δυνάμει περιβάλλον εργασίας και διαβίωσής τους. Άρα δεν μπορεί το δικαίωμα της ψήφου να αντιμετωπίζεται κατά τη γνώμη μου με όρους συμβολικούς, αλλά περισσότερο με πρακτικούς όρους. Κάπως να οριστεί το κομμάτι των ανθρώπων οι οποίοι δύναται να βιώνουν την καθημερινότητά τους και να παράγουν στη χώρα», υπογραμμίζει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Ηλεκτρονική ψήφος: Αποτελεί λύση;

Πέρα όμως από την πολιτική ρύθμιση για το ποιοι δικαιούνται και ποιοι όχι να μετέχουν στις εκλογές, υπάρχει και το τεχνικό σκέλος, ο τρόπος δηλαδή ψηφοφορίας, όπου η Ελλάδα έχει μείνει αρκετά πίσω, δίχως δυνατότητα επιστολικής ή ηλεκτρονικής ψήφου. Μια ακόμη εκκρεμότητα για τον Έλληνα νομοθέτη. «Το πιο σημαντικό είναι να δούμε αν είμαστε ανοιχτοί να χρησιμοποιήσουμε τις νέες τεχνικές άσκησης του δικαιώματος της ψήφου το οποίο είναι εύκολο να απαντηθεί καθώς οι τεχνικές αυτές χρησιμοποιούνται σε πολλές άλλες χώρες και πλέον η τεχνολογία εξασφαλίζει την αξιοπιστία της διαδικασίας», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Ο κ. Σταυρόπουλος, από την άλλη, εμφανίζεται πιο επιφυλακτικός για την ηλεκτρονική ψήφο, αν και δεν την αποκλείει: «Θα πρέπει να υπάρχουν εγγυήσεις διότι ας μη ξεχνάμε πως όταν δεν είναι αυτοπρόσωπη μία ψήφος, πάντα δημιουργεί υποψίες επηρεασμών και στην περίπτωση της ηλεκτρονικής ψήφου υπάρχει ένα θέμα μυστικότητας μιας και δεν πηγαίνεις μόνος σου στο παραβάν, αλλά ενδέχεται να βρίσκονται και άλλοι στον χώρο που θα ψηφίζεις. Βέβαια, η ηλεκτρονική ψήφος θα ήταν και το ευκολότερο. Αρκεί να υπάρχουν οι εγγυήσεις της μυστικότητας και της μη επιρροής».

Συζητώντας το θέμα του τεχνικού σκέλους, ο κ. Κωνσταντινίδης αναφέρεται στο παράδειγμα της Ιταλίας, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις, το κράτος καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των εξόδων μετακίνησης προς τη χώρα για κατοίκους του εξωτερικού που επιθυμούν να ψηφίσουν, ένα σύστημα που ο ίδιος χαρακτηρίζει «μάλλον πρωτόγονο στην εποχή της σημερινής τεχνολογίας».

Από την άλλη, βέβαια, το ιταλικό μοντέλο προβλέπει ξεχωριστή περιφέρεια για τους κατοίκους εξωτερικού. Ένα ακόμη ζήτημα που η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να ρυθμίσει. Τι θα ψηφίζουν δηλαδή οι κάτοικοι εξωτερικού. Για βουλευτές επικρατείας; Για υποψηφίους της περιφέρειας που ήταν εγγεγραμμένοι πριν φύγουν;

Η ΕΕΔΑ έχει προτείνει τρεις εναλλακτικές που ο νομοθέτης μπορεί να επιλέξει: «Από την τελείως ελεύθερη ψήφο του οιοδήποτε, μέχρι την περιοριστική ψήφο αφού προσδιοριστεί προηγουμένως ο χρόνος απουσίας μετά την πάροδο του οποίου δεν θα μπορεί κανείς να ψηφίζει ή την τρίτη εκδοχή που λέει ότι μπορεί να ψηφιστεί μία διάταξη που να αφορά εκπροσώπηση των Ελλήνων των εξωτερικού μόνο για τρεις έδρες για βουλευτές επικρατείας», εκδοχή που ο κ. Σταυρόπουλος χαρακτηρίζει και «πιο ήπια».

Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει κατά τον πρόεδρο τής ΕΕΔΑ να προηγηθεί είναι μια καταγραφή των Ελλήνων της κάθε περιοχής του εξωτερικού, καταγραφή που θα μπορούσε να γίνει και ανά προξενείο.

Αλλά ζητήματα που ο νόμος θα πρέπει να ρυθμίζει; Θα πρέπει «να οργανωθούν τα προξενεία και να αποφασιστεί εάν θα υπάρχουν δικαστικοί αντιπρόσωποι από την Ελλάδα», σημειώνει ο κ. Σταυρόπουλος, προσθέτοντας ότι «συνήθως, στις ξένες χώρες, το θέμα αντιμετωπίζεται με τους υπαλλήλους των προξενείων».

«Μιλάμε απλά για μια διευκόλυνση»

Όλες αυτές οι παράμετροι σε συνδυασμό με την πληθώρα συστημάτων σε άλλες χώρες, δημιουργούν την εντύπωση πως η σχετική συζήτηση δεν θα είναι εύκολη.

«Φαίνεται δύσκολο, αλλά δεν είναι. Ο νόμος δεν θα είναι μονόδρομος, απλώς θα διευκολύνει. Κανείς και καμία χώρα δεν στερεί το δικαίωμα να έρθει να ψηφίσει κάποιος που είναι γραμμένος σε εκλογική περιφέρεια. Μιλάμε δηλαδή απλά για μια διευκόλυνση», υπογραμμίζει ο πρόεδρος τής ΕΕΔΑ, κ. Σταυρόπουλος, υπενθυμίζοντας μάλιστα ότι κάτι ανάλογο ισχύει στις ευρωεκλογές, οπότε και οι Έλληνες του εξωτερικού σε χώρες της Ε.Ε. μπορούν να ψηφίζουν.

«Εάν ο νομοθέτης αποφασίσει ότι πρέπει να υπάρξουν κάποιοι κανόνες, μπορεί να πάρει από την ποικιλία των συστημάτων που υπάρχει στο εξωτερικό, να δει τι ταιριάζει περισσότερο στα ελληνικά δεδομένα και να το ενεργοποιήσει. Υπάρχουν χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες από την Ελλάδα που έχουν προχωρήσει σε αυτό το μέτρο», τονίζει.

Σχολιάζοντας, μάλιστα, τη συνταγματική απαίτηση για 200 ψήφους, επισημαίνει ότι πρόκειται για ενδιαφέρον στοιχείο: «Το σύνταγμα απαιτεί 200 ψήφους που δεν ζητά ούτε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των βουλευτών που πρέπει να ψηφίσουν. Πρέπει όμως η ελληνική πολιτεία να προχωρήσει, έχει καθυστερήσει πάρα πολύ και εν πάση περιπτώσει υπάρχει μια συνταγματική διάταξη που το προβλέπει και δεν έχει ενεργοποιηθεί τόσες δεκαετίες».

sputniknews.gr

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ