Ιστορία

Οἱ ἄνθρωποι τῶν Ρώσων μέχρι τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821

Χαράλαμπος Μηνάογλου

Τὰ χρόνια γύρω ἀπὸ τὸν πρῶτο ρωσο-ὀθωμανικὸ πόλεμο (1768-1774) ἐπὶ Αἰκατερίνης Β΄ ἡ ρωσικὴ διπλωματία ἔθεσε γερὰ τὰ θεμέλια τοῦ ρωσικοῦ κόμματος ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες. Τὸ ρωσικὸ κόμμα βέβαια σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἄλλα ξενικὰ κόμματα, τὰ ὁποῖα δημιουργήθηκαν μὲ ἀδροὺς χρηματισμοὺς καὶ ἁπαρτίστηκαν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μισθοδοτούμενους Φαναριῶτες, ὑπῆρξε κατὰ μίαν ἔννοια αὐτοφυές, δηλαδὴ προϋπῆρχαν ρωσόφιλοι πυρῆνες μέσα στὸν Ἑλληνισμὸ τουλάχιστον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα . Δὲν ἀναφερόμαστε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο στὴν γενικευμένη κλίση τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ρωσία καὶ στὴν θεώρησή της ὡς ὀρθόδοξης ὑπερδύναμης. Στὴν οὐσία αὐτὴ ἡ θεώρηση ὑπῆρξε καθόλη τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἀναφερόμαστε στὴν προσπάθεια νὰ δημιουργηθοῦν συγκεκριμένοι πυρῆνες μὲ πολιτικὴ προοπτικὴ καὶ διπλωματικὴ ἐκπαίδευση, οἱ ὁποῖοι θὰ ὑπηρετοῦσαν τὴν ρωσικὴ πολιτική .

Ὁ Ἑλληνισμὸς προσπάθησε νὰ βρεῖ ἀνάμεσα σὲ ἄλλους ἐλεύθερους ὀρθοδόξους λαοὺς στήριγμα, ὥστε νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὰ χρόνια τοῦ πατέρα τοῦ Πέτρου Α΄, ὁ Ἑλληνισμὸς στράφηκε πρὸς τὸν ἄλλο ἰσχυρὸ ὀρθόδοξο ἡγεμόνα, τὸν Ζηνόβιο Χεμλίνσκι (c. 1595-1657). Πρόκειται γιὰ τὸν ἡγέτη τῶν Κοζάκων τῆς Οὐκρανίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀκραιφνὴς ὀρθόδοξος, πολέμησε τὴν Οὐνία στὰ ἐδάφη τῆς πολωνο-λιθουανικῆς κοινοπολιτείας, νίκησε τοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας καὶ ὑποχρέωσε τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀνεξαρτησία του. Τὸ βραχύβιο κράτος του, τὸ ὁποῖο ἰσχυριζόταν ὅτι ἀποτελοῦσε τὴν γνήσια συνέχεια τῆς Ρωσίας τοῦ Κιέβου, ἐκτεινόταν στὰ σημερινὰ οὐκρανικὰ ἐδάφη καὶ εἶχε ὡς πρωτεύουσά του τὸ Κίεβο. Ἡ σύμπραξη, ὅμως, Πολωνῶν, Ὀθωμανῶν καὶ Τατάρων ἐναντίον του, τὸν ἀνάγκασαν νὰ γίνει ὑποτελὴς τοῦ πατέρα τοῦ Πέτρου καὶ μετὰ τὸν θάνατό του νὰ ἑνωθεῖ ἡ ἐπικράτειά του μὲ τὸ ἀνερχόμενο τότε ρωσικὸ βασίλειο. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ Ἕλληνες ἱεράρχες ποὺ τὸν καλοῦσαν νὰ ἀπελευθερώσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξαν καὶ Ἕλληνες λόγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ πανηγυρίσουν τὶς ἐπιτυχίες του καὶ νὰ τοῦ ἀφιερώσουν ἔργα τους .

Μετὰ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα ὅμως καὶ καθὼς πλησιάζουμε πρὸς τὰ 1768 ἡ ρωσικὴ διπλωματία δημιουργεῖ τὸ πρῶτο πραγματικό τῆς δίκτυο ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μὲ δύο κυρίως τρόπους: ἀφενὸς μὲ τὴν κατάρτιση Ἑλλήνων στελεχῶν τοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ σπουδὲς στὶς μεγάλες Ρωσικὲς Ἀκαδημίες τῆς ἐποχῆς στάλθηκαν ὡς πρόξενοι τῆς Ρωσίας στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἀφετέρου μὲ τὴν ἔνταξη Ἑλλήνων διαβιούντων ἐξαρχῆς στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία στὴν διπλωματικὴ ὑπηρεσία τῆς Ρωσίας. Οἱ πρακτικὲς αὐτὲς ποὺ ἐντάσσονται στὸ Ἑλληνικὸ σχέδιο τῆς Αἰκατερίνης ἀπέφεραν ἕναν ἰκανοποιητικὸ ἀριθμὸ στελεχῶν στὴν ρωσικὴ διπλωματία, ἀλλὰ καὶ μία πρώτη ξεκάθαρη ὁμάδα στοὺς κόλπους τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ σαφῆ προσανατολισμὸ στὴν διεκδίκηση τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ἀνάμεσά τους βέβαια διαμορφώθηκαν ποικίλες τάσεις καὶ στάσεις ἀπέναντι στὸ ζήτημα τῆς ὑπόστασης τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν ποὺ θὰ ἀπελευθερώνονταν από τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖες κυμαίνονταν ἀπὸ τὴν ὑπαγωγὴ στὴν Ρωσία μέχρι τὴν ἀνασύσταση τῆς Ρωμαϊκῆς (Βυζαντινῆς) Αὐτοκρατορίας. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρῶτοι Ἕλληνες ρωσόφιλοι πολιτικοὶ παράγοντες συμφωνοῦσαν ὅτι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ εἶχε κοινὰ συμφέροντα μαζί του ἦταν ἡ Ρωσία.

Ἀνάμεσα στοὺς ἤδη ὑπηρετοῦντες τὴν ρωσικὴ πολιτικὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ πρώτου ρωσο-ὀθωμανικοῦ πολέμου ἐπὶ Αἰκατερίνης Β΄ καὶ λίγο νωρίτερα ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὸν Παναγιώτη Μαρούτση, πρέσβη τῆς Ρωσίας στὴν Βενετία , τὸν Γεώργιο Παπάζογλου καὶ τὸν Ἐμμανουὴλ Σάρρο, πράκτορες (=agents) τοῦ Ἀλεξίου Ὀρλὼφ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο , Πάνο Μπιτζίλη, Χειμαριώτη πρόξενο τῆς Ρωσίας ποὺ ὑπηρέτησε τὴν ρωσικὴ διπλωματία μὲ ἀρκετοὺς συγγενεῖς του, τὸν συντοπίτη του Ἀντώνιο Τζίκα, τὸν Λέσβιο Ἀντώνιο Παλλαδοκλῆ, τὸν Λυμπεράκη Μπενάκη, τὸν Μοτσενίγο , τὸν Βλασσόπουλο, τὸν Παπαρρηγόπουλο , τὸν Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο . Τὰ τρία τελευταῖα χρόνια πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ δευτέρου ρωσο-ὀθωμανικοῦ πολέμου (1787-1792) οἱ Ἕλληνες πρόξενοι καὶ ὑποπρόξενοι τῆς Ρωσία αὐξήθηκαν αἰσθητά: Δ. Γκολέκης στὴν Τραπεζούντα, Ρ. Κορονέλης στὴν Βηρυττό, Ἰ. Ἀτσάλης στὴν Κύπρο, Δ. Ματζανᾶς στὴν Δαμασκό, Β. Τόνος στὴν Ἀλεξάνδρια, Γ. Τυρναβίτης στὴν Ρόδο, Ἀ. Κορονέλης στὴν Χίο, Φ. Γατέσκας στὴν Σάμο, Ν. Ἀναστασίου στὴν Σαντορίνη, Κ. Ταραγάνης στὰ Δαρδανέλια, Χ. Κομνηνὸς στὴν Πελοπόννησο, Σ. Μπιτσίλης στὴν Κεφαλλονιά, Δ. Ζαγοραῖος στὴν Ζάκυνθο, Λ. Μπενάκης στὴν Κέρκυρα, Π. Μπιτσίλης στὴν Χιμάρρα, Ἀ. Γκίκας στὴν Ραγούζα, Ἀ. Παλλαδοκλῆς στὴν Δαλματία, Π. Κρεβατᾶς στὴν Εὔβοια, Ἀ. Γλυκῆς στὸ Ὀτράντο καὶ Γ. Πρωτοψάλτης στὴν Ἀγκώνα . Αὐτοὶ ἀποτέλεσαν τὸν μεγάλο ὄγκο τῶν ρώσων πρακτόρων στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ τὰ ὅμορα κράτη καὶ τῶν ὁποίων ἡ σημασία ὑπῆρξε μεγάλη γιὰ τὴν ρωσικὴ διπλωματία κυρίως λόγω τοῦ ἀριθμοῦ τους καὶ τῆς δυνατότητας νὰ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ καὶ νὰ ἀλληλεπιδροῦν μὲ τοὺς πολλοὺς Ἕλληνες , τὸν «ἀπλὸ» λαό, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχονταν καὶ οἱ περισσότεροι. Ἡ ἔκταση τῆς ρωσοφιλίας ἀνάμεσα στοὺς ἁπλοὺς Ἕλληνες, τοὺς ἐστερημένους ἰδιαίτερης παιδείας καὶ ἐξέχουσας κοινωνικῆς θέσεως, παρότι εἶναι ἀδύνατὸν νὰ ὑπολογιστεῖ μὲ ἀκρίβεια, ἐντούτοις ὑπῆρξε σίγουρα πολὺ μεγάλη. Δὲν εἶναι βέβαια εὔκολο νὰ τεκμηριωθεῖ, καθὼς τὸ αὐτονόητο δὲν καταγράφεται συχνὰ τόσο στὰ ἔγγραφα, ὅσο καὶ στὶς ἀφηγηματικὲς μαρτυρίες. Ἰδίως στὰ ἔγγραφα καὶ συγκεκριμένα στὴν ἀλληλογραφία τῶν Ἑλλήνων ἀξιωματούχων στὴν ρωσικὴ ὑπηρεσία δὲν ἀναφέρονται συνήθως λεπτομερῶς οἱ πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀρύονται τὶς πληροφορίες τους, ἰδίως ἀν πρόκειται γιὰ ἁπλοὺς Ἕλληνες. Κάθε ἀξιωματοῦχος εἶχε τὸ δίκτυό του, ἀλλὰ ἀπέφευγε γιὰ πολλοὺς λόγους νὰ τὸ ἀποκαλύπτει. Εἶναι ἐνδιαφέρουσες ὅμως γιὰ τὴν πυκνότητα τοῦ δικτύου, κάποιες εὐτυχεῖς γιὰ τὸν ἱστορικὸ ἐξαιρέσεις τοῦ παραπάνω «κανόνα». Σὲ μία ἀπὸ τὶς πλέον εὔγλωττες, ὁ τότε (1806) διοικητὴς τῆς Λευκάδας στὸ πλαίσιο τῆς Ἰονίου Πολιτείας καὶ ἀπόλυτα ρωσόφιλος Στυλιανὸς Βλασσόπουλος σημειώνει σὲ ἐπιστολή του τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ γιὰ εἰδήσεις ποὺ ἐλάμβανε αὐθημερὸν ἀπὸ τὴν Πρέβεζα:

Ὑπῆρξε μάλιστα συγκεκριμένη ρωσικὴ στρατηγικὴ στὴν ἀξιοποίηση τῶν Ἑλλήνων διπλωματῶν καὶ πρακτόρων στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τοὺς Ὀρλὼφ στὴν ἀρχή, στὴν συνέχεια πὸ ἀτοὺς ὑπουργοὺς ἐξωτερικῶν A. I. Ostermann καὶ A. A. Bezborodko , ὁ δεύτερος ἐκ τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ἐν πολλοῖς καὶ ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ «Ἑλληνικοῦ Σχεδίου» τῆς Αἰκατερίνης καὶ τέλος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποτέμκιν . Πέρα ὅμως ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἁπλοὺς Ἕλληνες ἡ ρωσικὴ διπλωματία σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα προσεταιρίστηκε καὶ πολὺ σημαντικότερους πολιτικοὺς παράγοντες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τοὺς Φαναριῶτες . Πάνω στοὺς Φαναριῶτες στήριξαν τὸ κεντρικό τους δίκτυο, ἐξίσου σημαντικό, ἂν ὄχι σημαντικότερο ἀπὸ τὸ ἐπαρχιακὸ μὲ τοὺς διάφορους πράκτορες στὰ Βαλκάνια, τὴν κυρίως Ἑλλάδα καὶ τὰ νησιά.

Στὰ χρόνια πιὰ κοντὰ στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἡ ρωσικὴ διπλωματία πέρα ἀπὸ τοὺς Φαναριῶτες καὶ τοὺς διπλωματικούς της πράκτορες, ἄρχισε νὰ στρατολογεῖ καὶ λογίους. Ὁ Ἀνδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), ποὺ κατέχει ἐξέχουσα θέση ἀνάμεσά τους, στὰ 1804 ἀφιέρωσε στὸν τσάρο Ἀλέξανδρο τὸ ἔργο του Notizie per servire alla storia corcirese dai tempi eroici fino al secolo XII. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ σύνδεσή του μὲ τὴν ρωσικὴ πολιτικὴ ὑπῆρξε σταθερή. Στὰ 1814 ὁ τσάρος τοῦ ἀπένειμε τὸ παράσημο τοῦ ἱππότη τῆς τετάρτης τάξεως τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου . Ἀπὸ τὸ 1820 ὣς τὸ 1826 μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ φίλου τοῦ καὶ πρέσβη τῆς Ρωσίας στὸ Τορίνο, τοῦ Ζακυνθινοῦ κόμη Μοτσενίγου, ὑπηρέτησε ὡς σύμβουλος στὴν ρωσικὴ πρεσβεία στὸ Πεδεμόντιο .  Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ συνεργασία τοῦ Μουστοξύδη μὲ τὸν Δημήτριο Σχινᾶ , μία παράμετρος τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ κοινὴ ρωσοφιλία. Ἐξέδωσαν μαζὶ στὰ 1817 τὴν Συλλογὴ ἀποσπασμάτων ἀνεκδότων ἑλληνικῶν μετὰ σημειώσεων.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ αὐστριακὴ ἀστυνομία τὸν παρακολουθοῦσε, καὶ σὲ ἀναφορὲς καταγράφονται τὰ ἀντιγαλλικὰ καὶ ἀντιαὐστρικὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τα φιλορωσικὰ αἰσθήματά του . Ἐπίσης, σημειωνόταν ὅτι διατηροῦσε ἐπαφὲς μὲ τοὺς ρώσους διπλωμάτες στὴν Ἰταλία καὶ ἰδίως μὲ τὸν πρόξενο τῆς Ρωσίας στὸ Τορίνο Σπυρίδωνα Ναράντζη. Στὰ 1820 καὶ ἐνῶ ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ κρατικοῦ ἱστοριογράφου τῶν Ἑπτανήσων δημοσίευσε ἀνώνυμα στὸ Παρίσι τὸ ἀντι-ἀγγλικὸ ἔργο Exposé des faits qui ont précédé et suivi la cession de Parga. Ὅταν ἀποκαλύφθηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ ἀφαιρέθηκε ὁ τίτλος.

Μὲ τέτοιους συνεργάτες οἱ Ρῶσοι ἔχτισαν τὸ ρωσικὸ πολιτικὸ δίκτυο, τὸ ρωσικὸ κόμμα στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο διάστημα τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ ρωσικὸ κόμμα ὄχι μόνο εἶχε γερὲς ρίζες ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ ὅσο περνοῦσαν τὰ χρόνια μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησία αὔξανε τοὺς ὑποστηρικτές του μέχρι τὸν Κριμαϊκὸ Πόλεμο (1853-1856), κατὰ τὸν ὁποῖον ἡ ἥττα τῆς Ρωσίας ὑπῆρξε βαρύτατη καὶ συνεπῶς οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἐλπίζουν στὴν βοήθειά της. Ἀκόμη περισσότερο, ὅμως, στὴν πτώση τῆς ρωσοφιλίας στὴν Ἑλλάδα συνετέλεσε κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα ἡ ἄνοδος καὶ κυριαρχία τοῦ Πανσλαβισμοῦ , τῆς ἰδιότυπης αὐτῆς μορφῆς διακρατικοῦ ἐθνικισμοῦ δυτικῆς προέλευσης ποὺ ἕνωσε ὅλους τοὺς Σλάβους ὑπὸ τὴν ρωσικὴ πρωτοκαθεδρία καὶ διέλυσε τὴν ὅποια περίπτωση ὑπῆρχε μέχρι τότε γιὰ συνεργασία τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ