Εκκλησία της Ελλάδος

Άνευρη, άοσμη και άγευστη η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην Ιεραρχία: Δεν μπορείς να είσαι Ορθόδοξος και να μην διαλέγεσαι - Να υπερβούμε με την Πολιτεία μικρότητες και εγωισμούς

Άνευρη, άοσημ και άγευστη η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου στην σημερινή πρώτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Στην αρχή της εισήγησής του μιλώντας για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας σημείωσε πως “συμπληρώνονται σε λίγο χρόνο διακόσια (200) χρόνια από την κήρυξη της Επαναστάσεως και την με τόσες θυσίες και ποταμούς αίματος αποκτηθείσαν ελευθερία και ανασύσταση του Κράτους μας” και κατόπιν αναρωτήθηκε “σε μια τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια γιατί τόσος παραπικρασμός, τόσες αντιπαραθέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Γιατί δεν μπόρεσαν οι δύο αυτοί, κύρια υπεύθυνοι, να φανούν αντάξιοι μιας βαρειάς Εθνικής Κληρονομιάς υπερβαίνοντας καθημερινές μικρότητες και εγωϊσμούς”.

Δίνοντας την δική του ερμηνεία συνέκρινε τη σημερινή εποχή με την εποχή της βασιλείας του Όθωνα και ανέφερε μεταξύ άλλων: “ο Όθωνας στην επιστολή του γράφει: «Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να υπερβούμε όλες αυτές τις δυσκολίες αν δημιουργούσαμε μια σύνοδο υπό την διεύθυνση κάποιου Μητροπολίτη που θα ήταν κάτι σαν τους προέδρους των δικών μας επιτροπών και ουσιαστικά δεν θα είχε εξουσία. Σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ο άρχοντας θα μπορεί να διαλέξει τα μέλη αυτής της Συνόδου». (...) Δυστυχώς αυτό θα είναι το σύνηθες και από τους συνεχίσαντες την κρατική Διοίκηση της Εκκλησίας επί πολλές δεκαετίες. Εργαλεία στα χέρια της Πολιτείας οι εύχρηστοι Αρχιερείς και οι Αριστίνδην Σύνοδοι.

Η Εκκλησία από περιέχουσα το Γένος γίνεται το περιεχόμενον του Κράτους δηλ. η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως. Για να γίνη αδύνατη και εύχρηστη, απεκόπη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διαλύθηκαν τα Μοναστήρια της, λεηλατήθηκε η περιουσία και απωθείτο στο περιθώριον.

Αυτή όμως δεν ήταν η τακτική μόνον του Όθωνος και της Αντιβασιλείας αλλά σχεδόν όλων, όσων τους διαδέχθηκαν μέχρι τις ημέρες μας.

Το Υπουργείον των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, κάτω από την σκέψη αυτή μετονομάστηκε σε Υπουργείον Παιδείας και Θρησκευμάτων, για να μην ακούγεται η λέξις «Εκκλησιαστικών» και τέλος μεγάλος αγώνας την τελευταία δεκαετία, τα Εκκλησιαστικά να είναι υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού”.

Συνέχισε την ιστορική αναδρομή μιλώντας για το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο (ΦΕΚ 270Α /19-9-1909) για την περισυλλογή της διασπαθιζομένης μέχρι τότε Εκκλησιαστικής περιουσίας, για τους βασικούς άξονες της Εκκλησιαστικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, έφτασε στο νόμο Ν. 2185/1952 «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων», προχώρησε στο νόμο Τρίτση και κατέληξε στις μέρες μας.

Για τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας σχολίασε : “Δεν είναι εύκολο αλλά όχι και ακατόρθωτο. Αρκεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και εις τους δύο χώρους και αυτές είναι: Η ειλικρίνεια, ο σεβασμός, η Αγάπη για την αλήθεια και το συμφέρον της πατρίδος. Μακριά από προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και δογματισμούς.

Μία ενθαρρυντική προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή είναι:

α. Η Πρωθυπουργική Απόφαση για σύσταση Επιτροπής για την μελέτη και επίλυση θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος (Φ.Ε.Κ. 963/24 Μαΐου 2011).

β. Ο Νόμος 4182/2013, άρθρα 83-89 περί Συστάσεως Εταιρείας Αξιοποιήσεως Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας (Φ.Ε.Κ. 185, 10 Σεπτεμβρίου 2013), και

γ. Η πρόταση του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης για ένα Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Αξιοποιήσεως της Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας (2254/ 29 Αυγούστου 2017).”

Κατόπιν αναφέρθηκε στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικού λέγοντας:

“Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουσα συνείδηση ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει την Αλήθεια, την οποία κατέχει. Προσφέροντας την Αλήθεια η Ορθόδοξη Εκκλησία εδραιώνει αφενός την αυτοσυνειδησία της και αφετέρου επιβεβαιώνει την σωτηριολογική της προοπτική.

Ο θεολογικός διάλογος δεν είναι ένα σύγχρονο εφεύρημα στη ζωή της Εκκλησίας αλλά αποτελεί μία αρχαία πρακτική. Δεν μπορείς επίσης να είσαι Ορθόδοξος και να μην διαλέγεσαι.

Ο διάλογος με σκοπό την ανάδειξη της Αλήθειας και η επιθυμία για επίτευξη της ενότητας είναι χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κρύβει «εν οστρακίνοις σκεύεσι» τον θησαυρό της πίστης τον οποίο κατέχει.

Μέσω του διαλόγου επίσης παρέχεται η ευκαιρία στους ετεροδόξους να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν την αυθεντικότητα της εκκλησιαστικής παράδοσης, την αξία της πατερικής διδασκαλίας, τη λειτουργική εμπειρία και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε διάλογο χωρίς να αθετεί ποτέ την δογματική της διδασκαλία και παράδοση.

Ανεξάρτητα από την πορεία, τις δυσκολίες και την εξέλιξη του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψιν μας, ότι οι υπάρχουσες διαφορές δεν μπορούν να λυθούν έξω από το πλαίσιο του διαλόγου, αφού αποτελεί το μοναδικό και πρόσφορο μέσο για την επίλυσή τους. Αυτό αποδεικνύει η ίδια η ιστορία της Εκκλησίας.

Ολόκληρη η εκκλησιολογική προβληματική των κοινών Θεολογικών Κειμένων έθεσε τις σταθερές βάσεις για να εξεταστεί το κατεξοχήν εκκλησιολογικό ζήτημα, ο ρόλος δηλαδή του επισκόπου Ρώμης στη ζωή της Εκκλησίας, με βάση τις αρχές και τις προϋποθέσεις της Αρχαίας Εκκλησίας και την κοινή παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο επίσκοπος Ρώμης δεν ήταν ο μόνος και αποκλειστικός «πρώτος» στη ζωή της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά ο primus inter pares μεταξύ των λοιπών Πατριαρχών ενώ το «πρωτείο» του ήταν πάντοτε «πρωτείο τιμής» (honoris).

Επιπλέον, η μέχρι σήμερα συζήτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, με βάση τις παραπάνω εκκλησιολογικές αρχές, επιβεβαίωσε ότι ο επίσκοπος Ρώμης ήταν επίσκοπος μιας Τοπικής Εκκλησίας και όχι της Καθολικής - Παγκόσμιας Εκκλησίας, η δε οποιαδήποτε αυθεντία η εξουσία του δεν υπήρχε ούτε ασκείτο ερήμην της συνόδου των Επισκόπων, έστω και αν ήταν «πρώτος» σ’ αυτήν, αφού ο 34ος Αποστολικός Κανόνας πάντοτε εφηρμόζετο.

Στο πλαίσιο του παρόντος Διαλόγου και εξαιτίας της συγκεκριμένης θεματολογίας δεν συζητούνται πλέον μόνο τα σημεία που ενώνουν τις δύο διαλεγόμενες παραδόσεις αλλά ήδη, με αργά και σταθερά βήματα, προχωρούν και στη συζήτηση και εξέταση και των υφιστάμενων διαφορών”.

Και κατέληξε:

“Θεωρώ ότι είναι απαραίτητη μία συνεχής αξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την «υπέρ της αληθείας» διακονία και όχι την «κατά της αληθείας» (Β Κορ. 13,8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο «εν αγάπη και αληθεία»”.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ένοπλες Συρράξεις 0

Σοκάρει τον Μακρόν Γάλλος Στρατηγός ενώ αποχαιρετούν Οχέτινο-Νοβομπαχμούτοβκα οι Ουκρανοί-Το ρωσικό πυροβολικό εξόντωσε πιθανόν και Γάλλους Λεγεωνάριους

Το σίγουρο είναι ότι οι Ρώσοι θα φουλάρουν κατά των Ουκρανών εφόσον οι ΗΠΑ είναι απασχολημένες σοβαρά με το Ισραήλ και...