Πολιτική

Βενιζέλος: Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως συνταγματικά ρυθμισμένες-Τι πρέπει να αλλάξει στο άρθρο 3 του Συντάγματος- Να προστατεύσουμε ως κόρην οφθαλμού τη συνταγματική θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Ιδιαιτέρως εξιδικευμένη και αρκούντος ενδιαφέρουσα ήταν η ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου στην επιστημονική ημερίδα που οργάνωσαν η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και οι κοσμητείες της Θεολογικής και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με θέμα «Εκκλησία και Σύνταγμα» στην Αίθουσα Διαλέξεων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Τίτλος της ημερίδας ήταν «Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως συνταγματικά ρυθμισμένες- Η συνταγματική θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου»

Ο κ.Βενιζέλος ως συνταγματολόγος λοιπόν άνοιξε το φάκελος των σχέσεων δύο πλευρών καθώς και το ζήτημα του Φαναρίου.

Σχετικά με την επικείμενη αναθεώρηση ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τόνισε πως “εάν δεν υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικής συναίνεσης για να συγκροτηθεί η αναγκαία πλειοψηφία που είναι αυξημένη, και αν δεν υπάρχει η πολιτική ηρεμία και ο σεβασμός που απαιτείται για να επικοινωνήσεις με την Ιστορία, τότε είναι καλύτερα να αποφύγεις την Αναθεώρηση γιατί μπορεί να έχεις μια συνταγματική τερατογένεση”.

Και επειδή όταν δεν μπορείς να μιλήσεις στα σοβαρά για τα μεγάλα πρακτικά θέματα που αφορούν την οικονομία, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την απασχόληση, την εξωτερική πολιτική, η εύκολη διαφυγή είναι να μιλάς ευκαίρως -ακαίρως περί θεσμών και συντάγματος, το φαινόμενο του συνταγματικού λαϊκισμού, της αναθεωρητικής δημαγωγίας καραδοκεί και πρέπει να αντισταθούμε στο φαινόμενο αυτό.

Κατόπιν έκανε μια ιστορική αναδρομή για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας.

“Το 1995, όταν κινήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης που μετά από τρεις Βουλές και πολλά χρόνια κατέληξε στην ολική αναθεώρηση του 2001, είχαμε συμπεριλάβει και πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 3, για τον διαχωρισμό των ρόλων Κράτους – Εκκλησίας με σκοπό την «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας, την απαλλαγή της δηλαδή από τον αυστηρό κρατικό έλεγχο και την ενίσχυση της κανονιστική της αυτονομίας.

Η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία ευγενικά, δια του τότε Αρχιεπισκόπου, του μακαριστού Σεραφείμ αντέδρασε, και τα δυο τότε μεγάλα κόμματα συνήνεσαν να αποσύρουν την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3, αλλά αυτό ερμηνεύτηκε στις διαδικασίες αναθεώρησης με έναν τρόπο που δεν θέτει σε αμφιβολία το άρθρο 13 του Συντάγματος, δηλαδή τη βασική διάταξη για την πλήρη κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Προσέξτε, όχι της ανεξιθρησκείας, όπως, εσφαλμένα λέγεται, της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα η ανεξιθρησκεία, είναι ανοχή. Η θρησκευτική ελευθερία είναι θετικό δικαίωμα που καλύπτει όλες τις εκφράσεις του λόγου, της σκέψης και της κίνησης, γιατί αφορά τον θρησκευτικό λόγο, τη λατρεία, το συνέρχεσθαι, το συνεταιρίζεσθαι. Στη βάση ολων των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης βρίσκεται ιστορικά ,σε μεγαλο βαθμό , η θρησκευτική ελευθερία” τόνισε.

Εξέφρασε την άποψη πως χρειαζόμαστε μια τυπολογία σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που αφορά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος υπό συνθήκες πλήρους προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας. “Ούτως ή άλλως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και στην αντίστοιχη διάταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και χρειαζόμαστε μια τυπολογία που έχει σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όχι σχέση με την Αγία Έδρα. Όχι σχέση με ομολογίες της Διαμαρτύρησης. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναζητήσουμε μια τυπολογία που δεν έχει απέναντί της μια κρατική οντότητα, όπως αναγνωρίζεται ότι είναι κατά το Διεθνές Δίκαιο η Αγία Έδρα. Η Αγία Έδρα, όχι η Πόλη του Βατικανού που είναι μια ελαφρά παραλλαγή σε σχέση με την Αγία Έδρα” διευκρίνισε.

Για την Ορθόδοξη Ελλάδα και το Φανάρι σημείωσε:

“Προσέξτε. Μην έχουμε στο μυαλό μας μια χώρα όπως η Ελλάδα που έχει ένα πληθυσμό στην συντριπτική του πλειοψηφία Ορθόδοξο, έστω κατά περίπτωση Ορθόδοξο ή κατά καιρούς Ορθόδοξο με μια επιλεκτική σχέση με το θρησκεύεσθαι. Φανταστείτε ότι τώρα ασχολούμαστε και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο με την Εκκλησία της Ελλάδος, δηλαδή με μία χώρα όπως η Τουρκία. Φανταστείτε τί σημασία έχει η θρησκευτική ελευθερία όχι στην ελληνική αλλά στην τουρκική έννομη τάξη για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μην σκέπτεσθε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της πλειονότητας. Σκεφθείτε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της μειονότητας όχι μόνο στην Τουρκία που είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και εκεί που βρίσκονται οι εκασταχού επαρχίες του Θρόνου που είναι παντού μειονότητες. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αντίληψη και μια αίσθηση της σημασίας που έχει η ίση μεταχείριση”.

Χαρακτήρισε την Εκκλησία “ιστορική οντότητα συνυφασμένη με την ιστορία του Έθνους”, αλλά εξέφρασε τον προβληματισμό του σχετικά με το κατά πόσο είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. “Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λοιπόν εντός της εθνικής και της διεθνούς έννομης τάξης πρωτίστως συλλογικό υποκείμενο και φορέας της θρησκευτικής ελευθερίας” ανέφερε.

Και, όπως είπα προηγουμένως, όταν συζητάμε για τις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος δεν εννοούμε μόνο τη σχέση με το Νομοθέτη και τη Διοίκηση, αλλά και τη σχέση με την Δικαιοσύνη. Οι παλαιοημερολογητικές συσσωματώσεις στις οποίες αναφέρθηκε προηγουμένως ο κοσμήτωρ είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Υπάγονται στον έλεγχο του κράτους; Υπάγονται στα Πολιτικά Δικαστήρια. Καταφεύγουν στα Πολιτικά Δικαστήρια. Η Εκκλησία της Ελλάδος ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην ακυρωτική διαδικασία, αλλά και τα πολιτικά δικαστήρια κρατικά είναι. Είναι ίσης σημασίας άσκηση κρατικής εξουσίας το να κρίνεις και να απονέμεις δίκαιο είτε με την μορφή της διοικητικής δικαιοσύνης είτε με την μορφή της πολιτικής δικαιοσύνης. Και, σε τελευταία ανάλυση της ποινικής δικαιοσύνης όπου όλοι αντιμετωπίζονται ως άτομα με τον ίδιο τρόπο.

Εξέφρασε την άποψη πως “ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν κάνουμε, ακόμη και αν σε μια μελλοντική αναθεώρηση διαγραφεί πλήρως το άρθρο 3 ή διατυπωθεί με τελείως διαφορετικό τρόπο, πάντως θα υπάρχει μια σχέση Εκκλησίας και Κράτους γιατί υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση με την κρατική εξουσία ως έννομη τάξη και ως δικαστική εξουσία .Αυτή είναι μια προσέγγιση η οποία είναι ταυτόχρονα και προστατευτική και φιλελεύθερη. Είναι φιλελεύθερη για όλους τους άλλους και απολύτως προστατευτική για την Ορθόδοξη Εκκλησία.”

Η σημασία του άρθρου 3

Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, ένα μεγάλο θέμα ερμηνείας του άρθρου 3, είναι ο βαθμός συνταγματικής προστασίας των ιερών κανόνων. “Τι λέει η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας εν τέλει, μετά από διάφορες παλινδρομήσεις και πάντα με αποχρώσεις; Ότι κατοχυρώνονται οι κανόνες οι οποίοι έχουν δογματικό περιεχόμενο ( όροι ) και οι διοικητικοί κατά το θεμελιώδες τους περιεχόμενο. Γιατί; Γιατί αναζητούσε η νομολογία επί δεκαετίες μια λύση στο άρθρο 3. Σχετικά πρόσφατα θεμελίωσε τις σκέψεις της για το ζήτημα αυτό στο άρθρο 13 αν και επέστρεψε στο αρθρο 3 . Εάν όμως η Εκκλησία ως υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13 θεωρεί ότι αυτοί είναι οι κανόνες της, δεν έχει κανείς δικαστής το δικαίωμα να διατυπώσει διαφορετική γνώμη. Διότι, αυτό είναι στοιχείο της θρησκευτικής συνείδησης και του θρησκευτικού συνεταιρίζεσθαι του υποκειμένου που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία, εκκλησία του Ορθοδόξου Δόγματος.

Εάν η Εκκλησία θέλει να κατοχυρώσει ως στοιχείο της ταυτότητάς της στο σύνολό τους τους ιερούς κανόνες, χωρίς να εμπλέκεται σε μία καζουιστική νομολογιακή περί του ποιοι κανόνες προστατεύονται και ποιοι όχι, (κατηγορώντας μετά το ΣτΕ ότι λειτουργεί ως οικουμενική σύνοδος και καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας, δηλαδή παρεμβαίνει στον πυρήνα της πίστης), πρέπει να φύγει από το πεδίο του άρθρου 3 και να διεκδικήσει την κατοχύρωση των ιερών κανόνων όπως η ίδια τους θέλει, επικαλούμενη το άρθρο 13, δηλαδή τη θρησκευτική της ελευθερία. Διότι αλλιώς θα φτάσουμε στο παράλογο αποτέλεσμα οι παλαιοημερολογητικές οντότητες που δεν δεσμεύονται από το άρθρο 3 να κατοχυρώνουν τους ιερούς κανόνες, όπως τους θέλουν αυτές, συνολικά, λόγω θρησκευτικής ελευθερίας, μέσω του άρθρου 13, και η επίσημη ορθόδοξη εκκλησία να περιπλέκεται σε μια διαρκή αντιδικία με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ποιός εκφράζει το δόγμα”αναφέρει

Το πολλαπλό περιεχόμενο του άρθρου 3

Το πολλαπλό περιεχόμενο του άρθρου 3, πολύ συνοπτικά σύμφωνα με τον πρώην υπουργό είναι το εξής:

“Πρώτον, η αναφορά στη θρησκεία της Ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ως επικρατούσα θρησκεία. Η επικρατούσα θρησκεία δεν είναι ούτε η επίσημη ούτε η κρατική θρησκεία, είναι η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Αυτό είναι η κρατούσα στην επιστήμη αντίληψη. Είναι μια έννοια με διαπιστωτικό και πραγματολογικό χαρακτήρα, είναι μια έννοια με ιστορικό χαρακτήρα που σέβεται τους δεσμούς του Έθνους με την Ορθοδοξία και τον χριστιανισμό γενικότερα. Γιατί η επανάσταση της ανεξαρτησίας έγινε στο όνομα των χριστιανών κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των καθολικών και των προτεσταντών. Θυμάστε όλοι την περιπέτεια ταυτότητας μιας μεγάλης προσωπικότητας που είναι ο Γεώργιος Τερτσέτης, που τον βάφτισε ο πατέρας του καθολικό, η μητέρα του ορθόδοξο, κι έπρεπε να μεγαλώσει και να πει ότι επιλέγει την ορθόδοξη ταυτότητα.

Δεύτερον, το εύρος της συνταγματικής προστασίας των ιερών κανόνων, ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα. Εδώ ανακύπτει εντόνως η ανάγκη για σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνεία του Συντάγματος συνολικά, άρα και του άρθρου 3 που μας παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης και στο άρθρο 13 του Συντάγματος.

Τρίτο ζήτημα, πολύ ειδικότερο, είναι ο γλωσσικός τύπος της Αγίας Γραφής – το αφήνω κατά μέρος λόγω έλλειψης χρόνου.

Το τέταρτο και κορυφαίο ζήτημα, χάριν του οποίου υπάρχει το άρθρο 3 και το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλαχθεί, γιατί αυτό δεν καλύπτεται από το άρθρο 13, ενώ όλα τα άλλα υπερκαλύπτονται από το άρθρο 13, είναι η συνταγματική εγγύηση των κανονικών σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησία της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και το γεγονός ότι δια του άρθρου 3 εισάγονται, στην πραγματικότητα, δύο συστήματα σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. Ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, που πρέπει να το αντιμετωπίζουμε κυρίως στο πλαίσιο του άρθρο 13. Και ένα δεύτερο σύστημα, οιονεί ομοταξίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως υποκειμένου του διεθνούς δικαίου ομοίας και ίσης τάξεως με την ελληνική πολιτεία με την οποία συμπράττει. Με την οποία συμπράττει αφενός μεν με την αναγνωρισθείσα εκ του Συντάγματος έκδοση του τόμου του 1850 και της πράξης του1928, καθόσον αφορά το εκκλησιαστικό καθεστώς εν Ελλάδι. Αφετέρου δε στο πλαίσιο του άρθρου 105 του Συντάγματος για την θέσπιση ή την τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους.

Άρα το άρθρο 3 έχει κολοσσιαία σημασία για αυτό το δεύτερο σύστημα ομοταξίας μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο αντιμετωπίζεται από το Σύνταγμά μας ως οντότητα του διεθνούς δικαίου ισότιμη με την Πολιτεία και συμπράττουσα με την Πολιτεία σε σημαντικά ζητήματα, όπως τα δύο που μολις είπαμε.

Συνεπώς το βασικό ζήτημα που προκύπτει από το άρθρο 3 είναι η συνταγματική προστασία της κανονικής υπόστασης αλλά και της διεθνούς θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που σημαίνει ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τη διεθνή νομική του προσωπικότητα.

Και έχουμε επίσης εκ του τρόπου αυτού και συνταγματική αναγνώριση και προστασία των πολλαπλών ορθοδόξων εκκλησιαστικών καθεστώτων εντός της ελληνικής έννομης τάξης. Διότι το άρθρο 3 εγκαθιδρύει την πολυτυπία των καθεστώτων:

- Την Εκκλησία της Ελλάδος την οποία αναγορεύει ως αυτοκέφαλη εκφραζόμενο ευρύτερα από ότι πρέπει. Διότι δεν είναι η Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη. Αυτοκέφαλη - ζητώ κατανόηση για την φαινομενική ταυτολογία - είναι η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, του τόμου του 1850. Η οποία επιτροπικώς ασκεί τη διοίκηση επί των μητροπόλεων των νέων χωρών, και μαζί με αυτές συγκροτεί την κανονική και νομική οντότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η οποία εμπεριέχει όχι μόνο την κατά κυριολεξία αυτοκέφαλη αλλά και τις μητροπόλεις των νέων χωρών .

Το άρθρο 3, κατά τη γνώμη μου, καλύπτει το σύνολο των όρων της πράξης του 1928 και όχι μόνο τον τρόπο συγκρότησης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διότι οποιαδήποτε περαιτέρω διάκριση ως προς τους όρους της πράξης που γίνεται από την νομολογία, παραβιάζει το άρθρο 13 του Συντάγματος και μετατρέπει ένα ζήτημα εκκλησιολογίας και κανονικού δικαίου σε ζήτημα δικαστικής ερμηνείας του Συντάγματος, δηλαδή σε ζήτημα κρατικό.

- Την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης που συνιστά επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου

- Το καθεστώς των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Εξαρχίας της Πάτμου που είναι επίσης επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου

- Το καθεστώς του Αγίου Όρους που ρυθμίζεται αναλυτικά στο άρθρο 105 του Συντάγματος.

Στο πλαίσιο λοιπόν του συστήματος των συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας έχουμε αυτό το δεύτερο σύστημα σχέσεων Κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για τα άλλα πρεσβυγενή πατριαρχεία και την Ιερά Μονή του Σινά έχουμε απλώς προστασία της ιδιοκτησίας, στο άρθρο 18 παράγραφος 5. Ενώ ως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουμε συνταγματική αναγνώριση πράξεων που έχει εκδώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκώντας την κανονική δικαιοδοσία του, ειδικά δε ως προς το Άγιο Όρος συνταγματική αναγνώριση της πνευματικής δικαιοδοσίας, αλλά και της νομοθετικής συναρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου”.

Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο κ. Βενιζέλος σημείωσε πως η ελληνική νομοθεσία μπορεί να μην περιλαμβάνει ρητή ρύθμιση για τη νομική φυσιογνωμία του στην εσωτερική έννομη τάξη, το Σύνταγμα το αναγνωρίζει όμως ως οντότητα του διεθνούς δικαίου και τόνισε πως αν κινήσει κανείς την αναθεώρηση του άρθρου 3 και θίξει τελικά το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου είτε κανονικά είτε νομικά, τότε έχει βλάψει ένα τεράστιο αγαθό που λέγεται διεθνής υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η δική του πρόταση είναι η εξής: “Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να προσθετεί, όπως έχω προτείνει από το 2006, μια ερμηνευτική δήλωση η οποία θα αποσαφηνίζει ρητά ότι το άρθρο 3 δεν συνιστά περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, ώστε να μην υπάρχει κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Άλλωστε όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα, θα τα βλέπουμε πάντα υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Διότι αλλιώς η Ελλάδα γίνεται αποσυνάγωγη διεθνώς και έχει διεθνή ευθύνη. Μιλώντας σε ένα τέτοιο ακροατήριο δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ στα επιμέρους ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος τα οποία απασχόλησαν τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Υπό την έννοια αυτή πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιλογή που έχουν κάνει ιστορικά τα Συντάγματά μας, με τις κατά καιρούς παραλλάζουσες διατυπώσεις του άρθρου 3 είναι η αναγνώριση της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η συμφιλίωση του κανονικού και του πολιτειακού δικαίου. Πρόκειται για μια σχέση που κατά καιρούς έχει δοκιμαστεί με πάρα πολύ αρνητικές επιπτώσεις και για την Εκκλησία και για την Πολιτεία. Αυτά τα διδάγματα τα ιστορικά, πρέπει να μας κάνουν να είμαστε οπαδοί του απόλυτου σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας γιατί αυτό θα προστατεύσει τελικά, σε μια κρίσιμη περίσταση, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και βεβαίως πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, την κατά το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο θέση του Οικουμενικού Θρόνου”.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πολεμική αεροπορία 0

Πριν πεινάσει μαγειρεύει η Ελλάδα! Τα γνωστά μηχανικά προβλήματα του F-35 αναγκάζουν την ΠΑ να ζητά επιτακτικά την απόκτηση του Block 4

Ως χώρα θα περιμένουμε όσο απαιτηθεί για να παραλάβουμε την εκδοχή Block 4 του Αμερικανού αεροσκάφους 5η γενιάς στην...
ρωσική τράπεζα και Πούτιν
Ρωσία 0

Έξω Φρενών οι Ρώσοι! Τούρκοι, Κινέζοι και Άραβες καθυστερούν ή ακυρώνουν τελείως τις πληρωμές ρωσικού πετρελαίου φοβούμενοι τις κυρώσεις των ΗΠΑ

«Η αμερικανική και ευρωπαϊκή πίεση δημιούργησε προβλήματα στις πληρωμένες μας» είπε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνο,...