Εκκλησία

Oι 7 πληγές της Συνόδου της Κρήτης - Αποτίμηση σε στρογγυλή τράπεζα στη Μολδαβία

Στις 12 Ιουλίου στο Κισινάου, πρωτεύουσα της Μολδαβίας έλαβε χώρα συζήτηση σε στρογγυλή τράπεζα για την Πανορθόδοξη στην Κρήτη και εκφράστηκαν οι εξής θέσεις:

1. Η συνελθούσα στην Κρήτη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» από 16 έως 27 Ιουνίου του έτους 2016 διέψευσε και το όνομά της και τις προσδοκίες του υγιούς πληρώματος της Εκκλησίας.
2. Διέψευσε το όνομά της, διότι αποδείχθηκε, κρινόμενη θεολογικά, ότι δεν είναι ούτε σύνοδος ούτε αγία ούτε μεγάλη. Δεν είναι ορθόδοξη σύνοδος, διότι δεν ανταποκρίθηκε στα κριτήρια και στα μέτρα των αληθινών συνόδων, των γνωστών από την ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας· διακόπτει την παράδοση των ορθοδόξων συνόδων, δεν αποτελεί συνέχειά τους, αποτελεί συνοδικό πραξικόπημα και συνοδική καινοτομία. Οικοδόμησε ένα «νέο είδος συνόδου», όπως καυχήθηκε ένας από τους Προκαθημένους, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος. Είναι σύνοδος της Νέας Εποχής και του Οικουμενισμού.

3. Δεν είναι αγία τυπικώς, κανονικώς και ουσιαστικώς, διότι έλαβε αποφάσεις αντίθετες προς τις αποφάσεις των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, ως προς την αντιμετώπιση των αιρέσεων, δεν είναι «επομένη τοις αγίοις Πατράσι». Μολονότι η σχέση της Μιάς, της Ορθοδόξου, Εκκλησίας με τους ετεροδόξους αναδείχθηκε ως κεντρικό θέμα της Συνόδου, η οποία εν προκειμένω ανάλωσε πολύ χρόνο και κόπο και υπέστη μεγάλη ένταση, ωστόσο για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας Σύνοδος με τόσο μεγάλες φιλοδοξίες δεν κατονόμασε και δεν καταδίκασε αιρετικούς. Πουθενά μέσα στα κείμενα της Συνόδου αυτής δεν υπάρχει η λέξη «αίρεση».

Αντίθετα, ονομάζει τις αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού και του Προτεσταντισμού «εκκλησίες»· αξιολογεί θετικά τα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων, μερικά από τα οποία είναι γεμάτα από εκκλησιολογικές αιρέσεις, όπως τα κείμενα του Balamand (1993), του Porto Alegre (2006), της Ραβέννας (2007) και του Πουσάν (2013)· επαινεί το παναιρετικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (WCC) και συνιστά να συνεχισθεί ο εξευτελισμός της εκεί συμμετοχής μας και της εξίσωσής μας προς τις δήθεν εκκλησίες του Προτεσταντισμού. Νομιμοποιώντας, λοιπόν, την με κακό τρόπο διενεργούμενη συμμετοχή μας στους Διαλόγους και αποκρύποντας την μειοδοσία εκ μέρους των ορθοδόξων αντιπροσώπων, αποκρύπτει παραλλήλως, και το ότι δεν έχει σημειωθεί έως σήμερα καμμία θεολογική πρόοδος προς την αλήθεια σε κανέναν απολύτως θεολογικό διάλογο. Επιπλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας, Σύνοδος εκάλεσε αιρετικούς ως παρατηρητές στις εργασίες της, με τους οποίους έγιναν και συμπροσευχές.
Αντίθετα με αυτά, ηχεί σήμερα στην καρδιά μας, την ημέρα της μνήμης του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου (†1994), ο επίκαιρος λόγος του: «Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο, είναι να βάζη την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή ότι βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους, και στερηθούν και σ’ αυτήν την ζωή τις πλούσιες ευλογίες της Ορθοδοξίας και στην άλλη ζωή στερηθούν τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού»[1].
4. Η Σύνοδος του Κολυμπαρίου ούτε και μεγάλη μπορεί να χαρακτηρισθεί, διότι δεν εκλήθησαν να λάβουν μέρος όλοι οι Επίσκοποι, και επομένως δεν εκπροσωπήθηκε μεγάλο μέρος του εκκλησιαστικού πληρώματος. Η επιλογή των ολίγων κληθέντων δεν έγινε με κανονικό τρόπο εκλογής. Οι επιλεγέντες μετείχαν χωρίς δικαίωμα ψήφου και με δικαίωμα λόγου χρονικά περιορισμένου. Από το σύνολο των 800 περίπου Επισκόπων της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας δικαίωμα ψήφου είχαν μόνον οι 14 Προκαθήμενοι· και επειδή από αυτούς απουσίαζαν οι 4, εψήφισαν τελικώς μόνον οι 10, δηλαδή ένα ογδοηκοστό (1/80) του συνόλου των Επισκόπων οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες και να ψηφίσουν. Η πράξη αυτή είναι πρωτοφανής στην εκκλησιαστική ιστορία μας και αυθαίρετη, επειδή παραβιάζει κατάφωρα την εκκλησιολογία των Ορθοδόξων Συνόδων, οι οποίες προϋποθέτουν την ισότητα όλων των Αρχιερέων, πράγμα που εμφαίνεται στην ισότιμη ψήφο τους. Ουσιαστικώς η καταστρατήγηση αυτή της επισκοπικής ισότητος και ο ως άνω καινοφανής ελιτισμός εισηγείται την καθιέρωση ενός «συλλογικού Πάπα», Προκαθημένων οι οποίοι δεν είναι πρώτοι μεταξύ ίσων (“primi inter pares”), αλλά άνευ ίσων (“primi sine paribus”).
Σε ανώτατο εκκλησιαστικό επίπεδο η απουσία των τεσσάρων Εκκλησιών Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας (της πρώτης εξ αυτών πρεσβυγενούς), οι οποίες εκπροσωπούν περίπου το 70% των Ορθοδόξων Πιστών, καταδεικνύει πολύ περισσότερο την Σύνοδο ως όχι μεγάλη, αλλά μικρή, ούτε βεβαίως πανορθόδοξη, αλλ’ απλώς διευρυμένη διορθόδοξη Συνέλευση.

5. Η Σύνοδος διέψευσε όχι μόνον το όνομά της, αλλά και τις προσδοκίες του πληρώματος της Εκκλησίας· μεταξύ των προσδοκιών αυτών δύο θέματα είχαν μεγίστη προτεραιότητα, για την θεραπεία παλαιών σχισμάτων προκληθέντων από πρωτοβουλίες της εκκλησιαστικής ηγεσίας και για την πρόληψη νέων διαιρέσεων και εντάσεων: έπρεπε να επιλυθεί, με επαναφορά του παλαιού, πατρίου, ημερολογίου, το θέμα του εκκλησιαστικού εορτολογίου, το οποίο μεταρρυθμίστηκε πραξικοπηματικά, χωρίς πανορθόδοξη απόφαση και διασπά επί εκατό περίπου χρόνια την λειτουργική ενότητα των Ορθοδόξων. Και το σημαντικώτερο: αυτό που έπρεπε να πράξει η Σύνοδος ήταν η απερίφραστη καταδίκη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, η οποία επί εκατό περίπου έτη διαβρώνει τους Ιεράρχες και τους θεολόγους της Εκκλησίας, παραμερίζοντας την Παράδοση των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων και δυσφημώντας όσους αγωνίζονται για την διατήρησή της ως ακραίους και φανατικούς. Αντιθέτως, η Σύνοδος του Κολυμπαρίου στο επίμαχο και αμφισβητούμενο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» προέβη σε μία «άμεικτη μείξη» της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις· διατύπωσε μέσα σε αυτό κάποιες ορθόδοξες αλήθειες, τις οποίες όμως ανέμειξε με την υποστήριξη των αιρέσεων του Παπισμού και του Οικουμενισμού. Ακόμη και οι διορθωτικές στο κείμενο προτάσεις ενισχύουν αυτό το μείγμα του Οικουμενισμού και του συγκρητισμού. Έτσι, αντί της θεολογικής ακριβείας στα θέματα της Πίστεως, εισάγονται - και πάλι για πρώτη φορά στην ιστορία των Συνόδων της Εκκλησίας - διατυπώσεις αντιφατικές και θεολογικά αυτοαναιρούμενες, σκόπιμη ασάφεια, η οποία σήμερα ωραιοποιείται ως «εκκλησιαστική διπλωματία», ενώ αποτελεί πονηρή και εσπιλωμένη υποκρισία.

Η διατύπωση αιρετικής εκκλησιολογίας, δηλαδή η προσεκτική αλλά καταφανής αποδοχή «ετεροδόξων εκκλησιών» στο εν λόγω κείμενο, καταργεί αυτήν ταύτην την επιδίωξη της Συνόδου στο Κολυμπάρι, την επίδειξη της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, διότι αρνείται την ενιαία διά μέσου των αιώνων και συνοδικώς διατυπωμένη ορθόδοξη εκκλησιολογία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της εκκλησιαστικής ενότητας. Σύμφωνα με τους λόγους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «όταν όλοι πιστεύουμε με όμοιο τρόπο, τότε υπάρχει ενότητα [...] Αυτό είναι ενότητα Πίστεως, όταν όλοι είμαστε ένα, όταν όλοι έχουμε με όμοιο τρόπο επίγνωση του συνδέσμου μας»[2]. Κατά τον Μέγα Αθανάσιο οι αιρετικοί δεν μπορούν να θεωρούνται πιστοί του Χριστού· «Ποια πίστη υπάρχει σε αυτούς, κοντά στους οποίους ούτε λόγια, ούτε κείμενα είναι βέβαια, αλλά όλα αλλοιώνονται και μεταβάλλονται σε διάφορες χρονικές περιόδους;»[3]. Μια επίσημη καταδίκη του εν λόγω κειμένου θα αποτελούσε, κατά συνέπεια, υπακοή και υπηρεσία προς την ενότητα της Εκκλησίας.
Και όλα τα επίλοιπα κείμενα της Συνόδου, βαμμένα με θεολογικό σχετικισμό, παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα· είναι επί τούτου χαρακτηριστικό το παράδειγμα του κειμένου «Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού», το οποίο πάσχει εξ επόψεως των ιερών Κανόνων και της εκκλησιολογίας· η πρόταση αποδοχής των μεικτών γάμων ως «οικονομίας» είναι άκρως αθεολόγητη εκκλησιολογικώς. Ο 72ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου συνιστά αυστηρώς την ακύρωση και διάλυση ενός τέτοιου γάμου ως εκκλησιαστικώς παράνομης συμβίωσης. Έτσι, η λεγομένη «Σύνοδος» δεν εισηγείται οικονομία, αλλά σοβαρότατη κανονική παρανομία, με σοβαρότατες εκκλησιολογικές συνέπειες.
Για τους παραπάνω λόγους οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για την Εκκλησία και είναι ουσιαστικώς άκυρες.

6. Αυτό που πρέπει να γίνει μετά την αποτυχία της Συνόδου της Κρήτης να λάβει πειστικές και σαφείς, όχι διφορούμενες και αντιφατικές, καθώς έλαβε, αποφάσεις, είναι να υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα αφ’ ενός μεν στις Εκκλησίες εκείνες που απουσίασαν για σοβαρούς δογματικούς και εκκλησιολογικούς λόγους, αφ’ ετέρου δε στους Επισκόπους που είτε αρνήθηκαν να λάβουν μέρος είτε έλαβαν και δεν υπέγραψαν το επίμαχο κείμενο, κατά τρίτον στο Άγιον Όρος και επίσης στο υγιές πλήρωμα της Εκκλησίας, το οποίο αντιδρά· ώστε να απορριφθούν συνοδικώς ως άκυρες οι αποφάσεις της Συνόδου, ιδιαίτερα το οικουμενιστικό αυτό κείμενο, και να γίνει επίσημη συνοδική καταδίκη του Οικουμενισμού ως αιρέσεως. Να αναληφθεί επίσης προσπάθεια επανόδου στο παλαιό ημερολόγιο, ώστε να θεραπευθούν τα τραύματα του παρελθόντος και να προληφθούν νέες διαιρέσεις και εντάσεις.
Η αδιαμαρτύρητη αποδοχή του εκκλησιολογικού αυτού κειμένου της Κρήτης, η μη επίσημη απόρριψή του, οδηγεί στη μεταφορά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού απ’ ευθείας μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή στη συνύπαρξη δύο αντιθέτων δογματικών (εκκλησιολογικών) παραδόσεων: εκείνης η οποία ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως περί Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και εκείνης της καινοτόμου, αλλοτρίας και αιρετικής, των πολλών «ετεροδόξων εκκλησιών». Έτσι το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία[4], παρουσιάζεται «σχιζοφρενής», όχι έχουσα «νούν Χριστού»[5], αλλά «Χριστόν μεμερισμένον [=τεμαχισμένο] [6]», πολλές «δόξες», δογματικές δηλαδή πίστεις[7]. Και ενώ η Εκκλησία είναι το μέσον διά του οποίου «έγινε γνωστή στις Αρχές και Εξουσίες στα επουράνια μέσω της Εκκλησίας η πολυποίκιλη σοφία του Θεού»[8] παρουσιάζεται τώρα στο κείμενο αυτό του Κολυμπαρίου ως στερημένη από το βασικό γνώρισμά Της της Πεντηκοστής, την ΕΝΟΤΗΤΑ, κατά την οποίαν «το Πνεύμα το Άγιον [...] συνάρμοσε σε συμφωνία ενιαίας προς την Αγία Τριάδα Πίστεως τις διαφορετικές γλώσσες του πλήθους των εθνών»[9].

Η υποχρέωση μιάς συνοδικής καταδίκης του κειμένου αυτού, αλλά και του Οικουμενισμού γενικώς, προκύπτει αβίαστα και από την διαπίστωση του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού προς τους Μονοθελήτες· σύμφωνα με αυτήν δεν αρκεί η «εξαφάνιση» η «παρασιώπηση» ενός κειμένου αιρετικού το οποίο εγκρίθηκε συνοδικά, αλλά απαιτείται η συνοδική καταδίκη του, ώστε να μη βλάπτει τις ψυχές όσων το διαβάσουν: «Κατέβηκε από τους πέτρινους τοίχους, αλλά όχι από τις νοερές ψυχές. Να δεχθούν την κατάκριση αυτών, η οποία έγινε στη Ρώμη και εκτέθηκε συνοδικά, με ευσεβή δόγματα και κανόνες, και (τότε) έχει καταστραφεί το διαχωριστικό τείχος και δεν χρειαζόμαστε προτροπή»[10].
7. Πρέπει εδώ, παρά ταύτα, να γίνει η υπενθύμιση, σε συσχετισμό με την δογματική συνείδηση όλων των μελών της Εκκλησίας, και των λαικών, ότι η μνημόνευση των Επισκόπων «επ’ εκκλησίαις» δεν είναι απροϋπόθετη, αλλά συναρτάται προς την δογματική τους πίστη, καθώς μνημονεύονται στην Θεία Λειτουργία – ειλικρινώς και όχι ψευδώς - ως «ορθοτομούντες [=διατυπώνοντας σωστά] τον λόγον της του Χριστού αληθείας» ή, με άλλα λόγια, και όπως προϋποθέτει η Αγία Γραφή, «επειδή αυτοί αγρυπνούν για χάρη των ψυχών μας»[11]. Σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή διαπότισε και το αυτοκρατορικό («βυζαντινό») εκκλησιαστικό δίκαιο, «Σκοπός του Πατριάρχη είναι: πρώτα, εκείνους που παρέλαβε από τον Θεό, να τους διαφυλάξει σε ευσέβεια και σεμνότητα βίου· έπειτα, και όλους τους αιρετικούς, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του, να τους επιστρέψει προς την Ορθοδοξία και την ενότητα της Εκκλησίας (αιρετικοί δε ονομάζονται από τους νόμους και τους Κανόνες και εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία)». Αυτό, διότι «Πατριάρχης σημαίνει ζωντανή και έμψυχη Εικόνα του Χριστού, η οποία χαρακτηρίζει την αλήθεια με έργα και λόγια»[12]. Όπως, λοιπόν, δεν προσκυνούμε την αγιογραφημένη Εικόνα του Χριστού, αν αυτή με νεστοριανική λογική, δεν διασώζει τα επιγράμματα της ομολογίας της Θεότητός Του (Ο Ων, ΙC XC) η τα λοιπά γνωστά εκ της Αγίας Γραφής και Παραδόσεως γνωρίσματα της ανθρωπίνης Του φύσεως, έτσι δεν αναγνωρίζεται και στο πρόσωπο του Επισκόπου της Εκκλησίας η «ζώσα Εικόνα του Χριστού», όταν αυτός δεν διασώζει την δογματική ομολογία της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Αυτή είναι και η ουσία του 31ου Αποστολικού Κανόνος και του 15ου της ιεράς Πρωτοδευτέρας Συνόδου επί Μεγάλου Φωτίου (έτους 861) περί της διακοπής της κοινωνίας προς τον οικείο Επίσκοπο.

* Στην συζήτηση έλαβαν μέρος προσκληθέντες, εκτός από τους Μολδαβούς, ο πρωτοπρεσβύτερος-καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, ο καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ο πρωτοπρεσβύτερος π. Ματθαίος Βουλκανέσκου και ο μοναχός π. Σεραφείμ, οι οποίοι συνέταξαν το δημοσιευόμενο κοινό κείμενο με τον ως άνω τίτλο, το οποίο ανέγνωσε ο π. Σεραφείμ, μεταφραζόμενο συγχρόνως στα ρωσικά.
[1]. Επιστολές, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Μοναζουσών «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2008, σελ. 149ε.
[2]. Εις την Προς Εφεσίους 11, 3· PG 62, 83· «...όταν πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστί ... Τούτο γαρ εστιν ενότης Πίστεως, όταν πάντες εν ώμεν, όταν πάντες ομοίως τον σύνδεσμον επιγινώσκομεν».
[3]. Περί των εν Αριμίνω και Σελευκεία Συνόδων 38, PG 26, 760· «Ποία πίστις παρά τούτοις, παρ΄ οις ου λόγος, ου γράμμα βέβαιον, αλλά πάντα κατά καιρόν αλλάσσεται και μεταβάλλεται;».
[4]. Προς Εφεσίους 1, 22.23· Προς Κολασσαείς 1, 24
[5]. Α΄ Προς Κορινθίους 2, 16
[6]. Α΄ Προς Κορινθίους 1, 13· «μεμέρισται ο Χριστός;».
[7]. Πρβλ. και Προς Εφεσίους 4, 5· «εις Κύριος, μία Πίστις, εν βάπτισμα».
[8]. Προς Εφεσίους 3, 10· «... ίνα γνωρισθή νυν ταίς αρχαίς και ταίς εξουσίαις εν τοις επουρανίοις διά της Εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού».

[9]. Κάθισμα της α΄ στιχολογίας του Όρθρου της Τετάρτης μετά την Πεντηκοστήν, «Καθώς επηγγείλατο, αυτεξουσίως μολόν, το Πνεύμα το Άγιον, τοις Αποστόλοις Χριστέ, εις μίαν συνήρμοσε Πίστεως συμφωνίαν της ακτίστου Τριάδος, γλώσσας τας διαφόρους της εθνών πανσπερμίας».
[10]. Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη 12, PG 90, 145 B.C. «ΘΕΟΔ.: Εκείνος ο χάρτης κατηνέχθη και απεβλήθη. ΜΑΞ.: Κατηνέχθη εκ των λιθίνων τοίχων, ου μην εκ των νοερών ψυχών. Δέξωνται την κατάκρισιν τούτων την εν Ρώμη συνοδικώς εκτεθείσαν δι΄ ευσεβών δογμάτων τε και κανόνων, και λέλυται το μεσότοιχον και προτροπής ου δεόμεθα».
[11]. Προς Εβραίους 13, 17· «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών, ως λόγον αποδώσοντες».
[12]. Επαναγωγή, τίτλος Γ΄, κεφ. α΄ & β΄· «Πατριάρχης εστίν εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος, δι΄ έργων και λόγων χαρακτηρίζουσα την αλήθειαν [...] Σκοπός τω Πατριάρχη πρώτον μεν, ούς εκ Θεού παρέλαβεν, ευσεβεία και σεμνότητι βίου διαφυλάξαι, έπειτα δε και πάντας τους αιρετικούς κατά το δυνατόν αυτώ προς την ορθοδοξίαν και την ένωσιν της Εκκλησίας επιστρέψαι (αιρετικοί δε τοις νόμοις και τοις κανόσι καλούνται και οι τη Καθολική μη κοινωνούντες Εκκλησία)».

 

Βήμα Ορθοδοξίας

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ